Η ιστοσελίδα περιέχει δημοσιεύσεις κειμένων και ιστορικών πηγών που αφορούν την ιστορία της Αρκαδίας, κυρίως τις περιοχές της Γορτυνίας και του Μαινάλου, καθώς επίσης και ορισμένες ερασιτεχνικές ιστορικές μελέτες γενικότερου ενδιαφέροντος.

Προδοσίες και θυσία στη Μολδοβλαχία το 1821


Ακολουθεί μια περιγραφή των επαναστατικών γεγονότων που έλαβαν χώρα στην Μολδοβλαχία τους επτά μήνες που κράτησαν οι συγκρούσεις εκεί. Παρουσίαση του ρόλου των πρωταγωνιστών, της προδοσίας ή της αδράνειας κάποιων από αυτούς, της τραγικής φιγούρας του αρχηγού της Φιλικής Εταιρείας Αλέξανδρου Υψηλάντη, της τύχης του καθώς και τους μεγάλους ηρωισμούς και τη θυσία των Ολύμπιου, Καρπενησιώτη, και άλλων.

Πρώτη πολεμική πράξη της Επανάστασης του 1821 ήταν η διάβαση από τον αρχηγό της Φιλικής Εταιρείας Αλέξανδρο Υψηλάντη του ποταμού Προύθου, στην Μολδαβία στις 22 Φεβρουαρίου και η είσοδος στο Ιάσιο. Η βασική στρατιωτική δύναμη ήταν τα ένοπλα τμήματα των Γεωργάκη Ολύμπιου, Σάββα Καμινάρη, Ιωάννη Φαρμάκη και του Ρουμάνου Θεόδωρου Βλαδιμηρέσκου, που είχε υποσχεθεί σύμπραξη. Στις 26 Φεβρουαρίου έγιναν επίσημες τελετές και ιεροτελεστίες στην πόλη και κατέβασαν από το διοικητήριο της πόλης τα τουρκικά σύμβολα αντικαθιστώντας τα από τα επαναστατικά. 



Ο στρατός του οργανώθηκε ως εξής: οι δυο αδελφοί του Νικόλαος και Γεώργιος ονομάσθηκαν σωματάρχες, ο Κ. Δούκας στρατοπεδάρχης, ενώ χιλίαρχοι ήσαν οι Βασίλης Θεοδώρου, ο Κόντος, ο Ιωάννης Κολοκοτρώνης, ο Βασίλης Καραβιάς και ο Βασίλης Μπαρλάς. Οι δυνάμεις που συγκεντρώθηκαν τελικά ήταν η πρώτη μοίρα με διοικητή τον Νικόλαο Υψηλάντη με την ταγματαρχία Δούκα με 1930 άνδρες, την χιλιαρχία Ορφανού με 300, τον λόχο Γκίκα με 50 και των λόχο Σκλαβούνων σωματοφυλάκων του διοικητή με 60. Η δεύτερη μοίρα υπό τον Γεώργιον Υψηλάντη αποτελούνταν από τον ταγματάρχη Καραβιά με 350 άνδρες, την χιλιαρχία Ιωάννου Κολοκοτρώνη με 275, του Μπαρλά με 350, τον λόχο Μιχαήλ με 180, 70 ουλάνους (λογχοφόροι ιππείς) του Γαρνόφσκυ και 50 σωματοφύλακες του Καντακουζηνού. Επίσης καταρτίστηκαν και ανεξάρτητοι λόχοι, του Μάνου με 150 άνδρες, του Κώστα Βαλτινού με 60, του Καλογιάννη με 100 και μια ίλη με 260 ιππείς που έφεραν στολές Κοζάκων. Τα αξιότερα και εμπειρότερα όμως σώματα στη διάθεση του Υψηλάντη ήταν το σώμα του Γεωργάκη Ολύμπιου με 1500 «Έλληνας και Αρναούτας» και το σώμα του Σάββα με 1020 Αρναούτες. Όπως είναι γνωστό από τους Έλληνες σπουδαστές που έσπευσαν αθρόοι στο Ιάσιο σχηματίστηκε ο Ιερός Λόχος με 400 άνδρες και αναμένονταν άλλοι 300. Όπως προαναφέρθηκε αναμένοταν η σύμπραξη του Βλαδιμηρέσκου κατόπιν της μεσολάβησης του Ολύμπιου ο οποίος υπολογίζονταν να σχηματίσει σώμα από 6000 Πανδούρους.


Το σχέδιο του Υψηλάντη για το οποίο περίμενε με μεγάλη ανησυχία νέα ήταν το κάψιμο του τούρκικου στόλου στην ΚΠολη, η ενίσχυση και ενθάρρυνση μέσω του Δημητρίου Υπάτρου του Αλή πασσά και η αποστολή του Αριστείδη Παπά ή Πωπ στον ηγεμόνα της Σερβίας Μιλός Οβρένοβιτς για να κυρήξει ταυτόχρονο κίνημα όπως είχε προσυμφωνηθεί. Η δύο απεσταλμένοι είχαν άσχημη τύχη ο Ύπατρος δολοφονήθηκε, ενώ ο Πωπ συνελήφθη από τους Τούρκους. Ο Οβρένοβιτς το μόνο που έκανε όταν ξέσπασε η εξέγερση ήταν να παζαρέψει με τους Τούρκους την επικύρωση του ηγεμονικού του αξιώματος με αντάλλαγμα την ουδετερότητα.
Εντωμεταξύ άρχισαν οι αταξίες από τους στρατιώτες του Υψηλάντη με τον ανυπόμονο Καραβιά να σφάζει μεμονωμένες τουρκικές φρουρές και εμπόρους στο Γαλάτσι. Οι Αρναούτες του σώματος του Σάββα βρήκαν ευκαιρία να λεηλατήσουν τα γύρω χωριά σπέρνοντας τον τρόμο στους κατοίκους. Η όλη υπόθεση στοίχισε στο κύρος του αρχηγού, ενώ οι Μολδαβοί και οι Βλάχοι αντί να καταταγούν στο στρατό του ανήμπορου να επιβάλει την τάξη Υψηλάντη σκορπίζονταν και εγκατέλειπαν με αποστροφή τα χωριά και τις πόλεις τους. Μαζί με αυτά ο Σάββας που ήταν από τους εμπειρότερους στρατιωτικούς του προείδε την επερχόμενη καταστροφή μετέβαλε τη διάθεση του από φόβο για την μελλοντική του τύχη. Φαινομενικά υποστήριζε το κίνημα, ενώ παράλληλα ο διορισθής ηγεμόνας της Βλαχίας Σκαρλάτος Καλλιμάχης προστάτης του προσπαθούσε με κάθε τρόπο να τον κάνει να το διαλύσει εκ των έσω τον στρατό του Υψηλάντη, ώστε να αποκατασταθεί στην ηγεμονία της Βλαχίας.





Στις 10 Μαρτίου στην πόλη Φωξάνη ο Υψηλάντης συναντά τον Καραβιά και τον Αναστάσιο Αργυροκαστρίτη με 360 άνδρες και 2 κανόνια και συγκροτεί τον Ιερό Λόχο με τους ερχόμενους από την Οδησσό και άλλες πόλεις νέους. Αυτό ήταν το πρώτο σώμα τακτικού ελληνικού στρατού που δημιουργήθηκε. Διοικητής του σώματος ήταν ο Γεώργιος Καντακουζηνός και αξιωματικοί ο Σπύρος Δρακούλης από την Ιθάκη πρωταγωνιστής του ελληνικού θιάσου της Οδησσού, ο Δημήτριος Σούτσος, ο Λουκάς Βαλσαμάκης, ο Ανδρόνικος, ο Ρίζος και ο Ιωάννης Κρόκιας από την Χίο. Η στολή και η εκπαίδευση τους ήταν ευρωπαϊκού τύπου και ήταν εξοπλισμένοι με ξιφολόγχη. Παράλληλα στην ίδια πόλη συστήθηκε και το ιππικό με ενδυμασία Κοζάκων. Ορκίστηκαν όλοι αυτοί οι νέοι να θυσιασθούν υπέρ της Πατρίδας και εν τέλει ετήρησαν την υπόσχεσή τους. Στους δρόμους τραγουδούσαν τον ακόλουθο θούριο:
Φίλοι μου συμπατριώται,
Δούλοι νάμεθα ως πότε,
Των αχρείων Μουσουλμάνων,
Της Ελλάδος των τυράννων

Παράλληλα ο Υψηλάντης έστειλε τον Ηπίτη στην Γερμανία και την Γαλλία να συγκεντρώσουν βοήθεια από τους Έλληνες των περιοχών αυτών. Λέγεται ότι ο φιλελληνισμός και οι αποστολές εθελοντών στην Ελλάδα από τις περιοχές αυτές ήταν σε μεγάλο βαθμό έργο του Ηπίτη.
Εντωμεταξύ οι βογιάροι (ευγενείς) της Μολδαβίας αφού άφησε ο Υψηλάντης την περιοχή τους και είδαν ότι δεν υπήρχε περίπτωση να έρθει ρώσικος στρατός προς υπεράσπιση της περιοχής τους, στράφηκαν ανοικτά κατά του κινήματος. Ο ηγεμόνας Σούτσος που υποστήριζε τον Υψηλάντη αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Μολδοβλαχία πηγαίνοντας στην Ρωσία. Παράλληλα οι βογιάροι της Μολδαβίας ηρθαν σε επαφή με τον πασσά της Βραΐλας και ζήτησαν τη βοήθειά του για να κόψουν τις επικονωνίες μεταξύ των πέραν του Προύθου συνωμοτών και του βρισκόμενου στη Βλαχία Υψηλάντη, καθιστώντας τη Μολδαβία εχθρική χώρα για τους Έλληνες.
Παράλληλα στη Βλαχία,ο Βλαδιμηρέσκου ευεργετηθής και φιλικά προσκείμενος σε πολλούς Έλληνες ηγεμόνες, στρατιωτικούς, γνωστός τους από τους παλιότερους ρωσοτουρκικούς πολέμους και δημοφιλής μεταξύ του λαού του, ήταν σημαντικός παράγοντας στην απόφαση για την έναρξη της Επανάστασης από την Μολδοβλαχία. Παρόλα αυτά φαίνεται ότι είχε άλλα πράγματα κατά νου, μάλλον να ξεφορτωθεί τους Έλληνες ηγεμόνες της πατρίδας του και ίσως να αναδειχθεί ο ίδιος σε κάποιο είδος ηγεμόνα υποτελούς στην Πύλη. Κατέλαβε εύκολα την Μικράν Βλαχία και απέστειλε σχετικά αιτήματα στην Πύλη εκ μέρους του λαού για κακοδιοίκηση και ζητούσε ως πιστός ραγιάς από τον Σουλτάνο να στείλει νέο διοικητή, διαχωρίζοντας εντελώς το κίνημά του από το ελληνικό. Τα αιτήματά του προς τους προκρίτους του Βουκουρεστίου ήταν να φροντίσουν ώστε: (α) να καταργηθεί η συνήθεια να διορίζονται Φαναριώτες ηγεμόνες, αλλά μόνο εκ των εντοπίων, (β) να σχηματιστεί ντόπιος στρατός δώδεκα χιλιάδων, (γ) ο φόρος να είναι επταετής, (δ) να καταργηθεί για τρία χρονια η φορολογία του λαού και (ε) να του μετρηθούν 500,000 γρόσια για το στρατό του και να του δώσουν αξιόπιστη υπόσχεση ότι θα του καταβάλλονται και μελλοντικά ότι ποσά χρειαστεί. Τελικά στις 17 Μαρτίου οι Ολύμπιος και Φαρμάκης προετοίμαζαν την είσοδο του Βλαδιμηρέσκου στο Βουκουρέστι έχοντας πλήρη άγνοια για τις προθέσεις του. ο καχύποπτος καιροσκόπος Σάββας θέλησε να του αποκλεισει την είσοδο, ενώ ο Βλαδιμηρέσκου επικεφαλής 2,000 ετοιμαζόταν να κυρήξη την Ρομάνα Τσάρα (ρουμάνικη εθνοσυνέλευση), ενώ παράλληλα ο λαός της πόλης έφευγε αλλόφρων να σωθεί. Στις 19-20 Μαρτίου διακήρυξε με κάθε τρόπο τις προθέσεις του, απειλώντας θεους και δαίμονες και τον ίδιο τον Υψηλάντη. Αυτός πληροφορήθηκε στις 24 Μαρτίου τα καθέκαστα και κάλεσε τους κατοίκους του Βουκουρεστίου να επιστρέψουν στα σπίτια τους και τον Βλαδιμηρέσκου να πάει να τον συναντήσει ο οποίος και αρνήθηκε. Τελικά κάλεσε τους Ελληνες, Βούλγαρους και Σέρβους στρατιώτες του Βλαδιμηρέσκου να τον εγκαταλείψουν, με αποτέλεσμα αυτός με μικρή δύναμη να κλειστεί στο μοναστήρι του Κοτροτσενίου και να οχυρωθεί εκεί. Παράλληλα ο Σάββας συνεννοούνταν με τον Καλλιμάχη, που ουσιαστικά ήταν πιστός άνθρωπος των Τούρκων, ο νέος ηγεμόνας της περιοχής και καιροσκοπούσε μέχρι να φτάσει ο τουρκικός στρατός. Στην συνέχεια ο Βλαδιμηρέσκου δήλωσε μεταμέλεια στον Υψηλάντη, ενώ οι άρχοντες του Βουκουρεστίου μυστικά τον ωθούσαν να συνεχίσει το κίνημά του. Τότε περίπου πληροφορήθηκε ο Υψηλάντης τον αφορισμό εκ μέρους του Πατριάρχη. Πλέον οι υποψίες εναντίον Σάββα και Βλαδιμηρέσκου ήταν ξεκάθαρες σε όλους, και δυστυχώς όλα αυτά είχαν οδηγήσει σε μια παραλυσία και αδικαιολόγητη χρονοτριβή που αποδείχθηκε μοιραία. Οι άρχοντες της Βλαχίας πλέον έδωσαν παντού οδηγίες να μην τροφοδοτούνται τα στρατεύματα του Υψηλάντη χωρίς την άδεια του Βλαδιμηρέσκου, δίνοντας στους εντόπιους την άδεια να θανατώνουν κάθε μεμονωμένο στρατιώτη του Υψηλάντη ή να τον στέλνουν δεμένο στο Βουκουρέστι. Ο μητροπολίτης Λούπου παρήγγειλε σε όλες τις εκκλησίες εγκύκλιο ώστε να εκδηλώνουν οι κάτοικοι με κάθε τρόπο την αποστροφή τους εναντίον των «αφωρισμένων υπό του πατριάρχου» και καλούσε τους πασσάδες Σιλιστρίας, Γιργέβου, Βραΐλας και Βιδινίου να επέμβουν το συντομότερο.





Με όλα αυτά ο Υψηλάντης έχοντας πλέον μόνο στόχο να κατέβει στην Ελλάδα, εγκατάλειψε το Βουκουρέστι την 1η Απριλίου στρατοπεδεύοντας στο Τυργοβίστι. Ο Νικόλαος Υψηλάντης τοποθετήθηκε στο Κιμπουλούγκι, ο Ολύμπιος στο Πιτέστι και ο Κ.Δούκας στο Πλοέστι. Παράλληλα απέστειλε στο Γαλάτσι τον Αθανάσιο Καρπενησιώτη και τον Πεντεδέκα στο Ιάσιο για να προφυλάξουν εισβολή από τα μερη εκείνα του πασσά της Βραΐλας. Ο τελευταίος δεν γνώριζε την αποχώρηση του ηγεμονα Σούτσου, αλλά τελικά κατάφερε με 200 από τους ευρεθέντες εκεί Έλληνες να καταλάβει τη διοίκηση της πόλης. Ο Καρπενησιώτης είχε 60 δικούς του άνδρες και συγκέντρωσε άλλους 600 στην πορεία και οχύρωσε το Γαλάτσι σε προμαχώνες που υπήρχαν ήδη στην πόλη και με κανόνια πλοία. Ο Καρπενησιώτης οχυρώθηκε στον ένα προμαχώνα και ο Γορτύνιος Μίγκλαρης στον άλλο. Οι υπόλοιποι 400 άνδρες έμειναν εντός της πόλης. Μεταξύ αυτών ήταν ο Δημήτριος Κοτήρας από την Πελοπόννησο, ο Δαγγλιόστρος από Ζάκυνθο, οι Μαγκλέρηδες από την Κεφαλλονιά, ο Καραγιώργης από την Ανδριανούπολη και ο Δαιμονάκης από τα Σφακιά.

Οι Τούρκοι στα παραδουνάβια οχυρά εκαναν πλέον τεράστιες ετοιμασίες για την εισβολή στις ηγεμονίες πέραν του Δούναβη. Μόνο από την ΚΠολη είχαν ξεχυθεί 25 χιλιάδες γενίτσαροι ερημώνοντας τα πάντα στον δρόμο τους. Διοικητής της επίθεσης θα ήταν ο βαλής της Σιλιστρίας Σελίμ Μεχμέτ που θα βάδιζε κατά της Μεγάλης Βλαχίας, ο πασσάς της Βραΐλας Γιουσούφ Περκόφτσαλης που θα αναλάμβανε την Μολδαβία και ο Δερβίς πασσάς του Βιδινίου που θα εισέβαλε στην Μικρά Βλαχία.
Στα μέσα Απριλίου ο Τούρκος αρχιστράτηγος έστειλε δέκα χιλιάδες άνδρες απέναντι από το φρούριο της Σιλιστρίας. Η πρώτη σύγκρουση ήταν η εξολόθρευση ενός τουρκικού αποσπάσματος 150 ανδρών που είχαν αποσταλεί προς λεηλασία και αντιπερισπασμό από τον Ολύμπιο την νύκτα της 23ης Απριλίου.
Λίγο αργότερα όμως εστάλησαν κατά του Βουκουρεστίου 8000 πεζοί και 4000 ιππείς και πυροβολικό την 1η Μαΐου, ενώ ταυτόχρονα άλλοι 8000 πεζοί και 4000 ιππείς εισέβαλλαν στην Μικρά Βλαχία. Επίσης ανακηρύχθηκε νέος ηγεμόνας ο Κων. Νέγρης αφού δεν μπορούσε να μεταβεί ο Σκαρλάτος Καλλιμάχης.






Η Μάχη του Γαλατσίου

Η πρώτη επίθεση έγινε εναντίον των 600 του Καρπενησιώτη από τον Γιουσούφ Περκόφτσαλη με δύο χιλιάδες πεζούς και τρεις χιλιάδες ιππείς, πεδινά κανόνια και 18 πλωτές κανονιοφόρους. Οι τρεις προμαχώνες καταλήφθηκαν ο ένας μετά τον άλλον και απέμειναν στον τρίτο με τον Καρπενησιώτη μόνο 45 άνδρες, μεταξύ τους ο Δαιμονάκης, ο Δαγγλιόστρος, ο Κοτήρας, ο Καραγιώργης και οι Μαγκλέρηδες. Παράλληλα εισέβαλε και το τουρκικό ιππικό στην πόλη και οι Έλληνες κάτοικοι του Γαλατσίου μόλις που πρόφθασαν να μπουν στα πλοία πλην εκατό που κατεσφάγησαν. Ο Σφαέλος με 4 πλοία ενώ κανονιοβολούνταν από τα τούρκικα κατόρθωσε να περάσει στον Προύθο, αλλά πάλι έπεσε σε τούρκικο κανονιοστάσιο το οποίο κατόρθωσε να περάσει και να αγκυροβολήσει στο Ρένι, ρώσικη πόλη της Βεσσαραβίας.
Ο Περκόφτσαλης έριξε όλο το βάρος στους κλεισμένους στον προμαχώνα που αντιστέκοταν γενναία σκοτώνοντας πλήθος Τούρκων μεταξύ των οποίων και έναν ανηψιό του πασσά. Οι έγκλειστοι κατόρθωσαν να δραπετεύσουν τη νύκτα με το ακόλουθο τέχνασμα. Έριξαν κάτω από τα τείχη με θόρυβο τις κάπες τους, τις οποίες άρχισαν να πυροβολούν ακατάπαυστα οι Τούρκοι νομίζοντας ότι πήγαιναν να ξεφύγουν, ενώ ταυτόχρονα πυροδότησαν και τα κανόνια με μακρά φιτίλια ώστε να κερδίσουν χρόνο κατορθώνοντας να διαφύγουν από μικρή οδό αφήνοντας και 6 νεκρούς. Ο πασσάς εκδικούμενος κατέστρεψε την πόλη, εκτελώντας επιπλέον και 200 Μολδαβούς. Οι βρισκόμενοι στην πόλη 20 στρατιώτες με τον Κοτήρα κλείστηκαν σε ένα σπίτι, αλλά οι Τούρκοι του έβαλαν φωτιά με αποτέλεσμα να βγουν και να ορμήσουν με τα σπαθιά εν μέσω των Τούρκων και να σκοτωθούν όλοι. Άλλοι δοκίμασαν με πλοιάρια να περάσουν στην Ρωσία, αλλά λίγοι κατόρθωσαν. Η ήττα αυτή κόστισε 300 Έλληνες νεκρούς και την καταστροφή και λεηλασία της εμπορικής αυτής πόλης.
Διάλυση

Παράλληλα στο Τυργοβίστι τα πράγματα ήταν άθλια, οι άκαπνοι ακόμα αξιωματικοί του Υψηλάντη διαμαρτύρονταν για τους βαθμούς τους (Δούκας), ενώ πολλοί άρχισαν να διαφεύγουν προς την Τρανσυλβανία (αυστριακό έδαφος), με πρώτον τον αρχίατρο του Υψηλάντη Επαμεινώνδα Μαυρομμάτη, αλλά και αρκετούς από τους ιερολοχίτες, κάτι που στοίχισε στον αρχηγό. Ο Υψηλάντης έστειλε τον Καντακουζηνό στο Ιάσιο να κρατήσει ανοικτό το δρόμο προς τη Μολδαβία, αλλά αυτός εκεί άρχισε να μάχεται με τον Πεντεδέκα για την διοίκηση. Στο Βουκουρέστι ο Βλαδιμηρέσκου και ο Σάββας αλληλοϋποβλέπονταν και διαγωνίζονταν ποιος είναι πιο ισχυρός. Όταν άρχισαν να πλησιάζουν οι Τούρκοι οι Πανδούροι άρχισαν να εγκαταλείπουν τον αρχηγό τους λεηλατώντας και τα χωριά από τα οποία έφευγαν. Μπροστά σε αυτήν τη εξέλιξη και τη μείωση της στρατιωτικής του ισχύος, αποφάσισε να ξαναγίνει εθνικός ήρωας και ύψωσε πανηγυρικά στις 8 Μαΐου την βλάχικη σημαία της ελευθερίας, κυανή με την Αγ. Τριάδα από τη μία και τους Αγ. Γεώργιο και Δημήτριο από την άλλη και την φράση «Ζήτω η ελευθερία». Παράλληλα και ο Σάββας ύψωσε δικη του σημαία με μόνο τον εσταυρωμένο για να διαχωρίσει τη θέση του απέναντι στους Τούρκους τόσο από τον Βλαδιμηρέσκου όσο και από τον Υψηλάντη. Όταν είδαν όμως τους Τούρκους να πλησιάζουν επικίνδυνα αποφάσισαν να συμφιλιωθούν πάλι μεταξύ τους. Την 14η Μαΐου οι Τούρκοι βρίσκονταν 4 ώρες μακριά, οι Πανδούροι του Βλαδιμηρέσκου με τους υπαρχηγούς του Χατζή Πρόδα, Μακεδόνσκη και Αλέξανδρο «Μπουλγκάρσκι Κραλ» άρχισαν να ψάχνουν άλογα και αμάξια για να διαφύγουν οι οικογένειας αρπάζοντας ταυτόχρονα αντικείμενα των κατοίκων που φυλάσσονταν στις παρακείμενες μονές. Ο Σάββας ήταν ήσυχος ως προσυνεννοημένος με τους Τούρκους. Τελικά στις 15 έφυγε ο Βλαδιμηρέσκου με δύο χιλιάδες Πανδούρους και 500 ιππείς Σερβοβούλγαρους και την επόμενη ο Σάββας με 1000 ιππείς κατέφυγε στον Υψηλάντη. Οι άρχοντες έφυγαν και αυτοί, ο Υψηλάντης διέταξε τον Δούκα να τους συλλάβει αλλά αυτός τους οδήγησε στην Τρανσυλβανία όπου κατέφυγαν. Ο Υψηλάντης ρώτησε τον Σάββα γιατί δεν κτύπησαν τους Τούρκους με τόση δύναμη που διέθεταν, αλλά αυτός δικαιολογήθηκε ότι ο Ρουμάνος είχε επαφές με τους Τούρκους. Τελικά όπως αποδείχθηκε και ο Σάββας είχε συνεννοήσεις μαζί τους μέσω του Αυστριακού προξένου Ουδρίσκυ. Κυκλοφόρησαν φήμες ότι οι δυο τους τοποθετήθηκαν πλευρικά του στρατού του Υψηλάντη για να τον κτυπήσουν παράλληλα με τους Τούρκους. Στο Βουκουρέστι ο Κεχαγιαμπεης του πασσά Σιλιστρίας συνέλαβε 150 Έλληνες που του υπέδειξαν οι Αρμένιοι και οι Εβραίοι της πόλης ως διακείμενους ευμενώς στον Υψηλάντη και κρέμασε ή παλούκωσε αρκετούς από αυτούς, χωρίς να φταίνε σε κάτι.
Ο Βλαδιμηρέσκου εντωμεταξύ είχε υποσχεθεί στους Τούρκους την εκτέλεση του Ολύμπιου και τη διάλυση του σώματός του, που ήταν το ισχυρότερο που διάθεταν οι επαναστάτες. Πρόδιδε τις κινήσεις του Υψηλάντη και ζητούσε μανιωδώς μεταξύ των αξιωματικών του που είχαν οικειότητα με τον Ολύμπιο υποψήφιο δολοφόνο του, εκτελώντας όποιον αρνιόταν. Επίσης δολοφονούσε και Έλληνες που βρίσκονταν στο σώμα του, όπως ο μπαϊρακτάρης Σαβάνης. Τελικά η κατάσταση στο στρατόπεδο του Βλαδιμηρέσκου κατάντησε τόσο αφόρητη που οι αξιωματικοί του Μακεδόνσκης, Χατζή Πρόδας και κάποιοι Πανδούροι, συνέταξαν αναφορά με τις προδοτικές κινήσεις του αρχηγού τους και την υπέβαλαν στον Ολύμπιο. Ο Ολύμπιος με ισχυρή στρατιωτική δύναμη συνάντησε τον Βλαδιμηρέσκου και τους αξιωματικούς του στις 21 Μαΐου και ανέγνωσε μπροστά σε όλους τις παλιές επιστολές και υποσχέσεις του Βλαδιμηρέσκου σε αντίθεση με τις παρασπονδίες και προδοσίες του, αφήνωντάς τον άφωνο. Τον αφόπλισε με τη σύμφωνη γνώμη των αξιωματικών του και τον έστειλε δεμένο στον Υψηλάντη φυλασσόμενο από τους ίδιους. Ο Υψηλάντης τον δίκασε για προδοσία και επιορκία. Αυτός έριξε τις ευθύνες για την παράδοση του Βουκουρεστίου στον Σάββα. Τελικά τον παρέδωσε στους Καραβιά και Λασσάνη που τον οδήγησαν εκτός των οχυρωμάτων τη νύκτα στις 22 προς 23 Μαΐου, εκεί δυο στρατιώτες ο Βαρνάβας και ο Νικόλαος Πάργας τον εκομμάτιασαν με τα σπαθιά τους. Με το τέλος του Βλαδιμηρέσκου οι δυο προαναφερθέντες αξιωματικοί του και λίγοι ακόμα εντάχθηκαν στο σώμα του Ολύμπιου, οι περισσότεροι όμως διαλύθηκαν.
Η μάχη του Δραγατσανίου
Ο πασσάς της Σιλιστρίας είχε στρατοπεδεύσει με φρουρά στο Βουκουρέστι και στις 25 Μαΐου στέλνει τον Κεχαγιάμπεή του Καρά Αχμέτ εναντίον του ελληνικού στρατοπέδου. Ο Σάββας συνέχισε να καιροσκοπεί. Το σχέδιο του Ολύμπιου ήταν να κτυπηθούν πρώτα οι Τούρκοι στην ορεινή Μικρά Βλαχία, όπου οι Πανδούροι θα συνέπρατταν και οι απειροπόλεμοι στρατιώτες θα στέκονταν καλύτερα σε σχέση με τα πεδινά εδάφη και έπειτα να κινηθούν κατά του κύριου σώματος στη Μεγάλη Βλαχία. Ο Υψηλάντης αποδέχθηκε το σχέδιο και απέστειλε προς Πιτέστι τους Κολοκοτρώνη, Δούκα και Ορφανό. Ενώ ο Ολύμπιος έστειλε το υπόλοιπο σώμα Βλαδιμηρέσκου με Μακεδόνσκη και Χατζή Πρόδα, με 1000 πεζούς, 250 ιππείς και 4 κανόνια να καταλάβουν το χωριό Δραγατσάνι.





Την 27ην Μαΐου επλησίασε ο Κεχαγιάμπεης με δύο ισχυρά σώματα ιππικού που εκτός από Τούρκους περιλάμβαναν και παλαιούς χριστιανούς Ρώσους φυγάδες, τους λεγόμενους Ζαπαρόζους. Το ένα σώμα προσέβαλε ένα απόσπασμα του σώματος του Ιω. Κολοκοτρώνη στη μονή Νοτσέτι. Το απόσπασμα που διοικούνταν από τον εκατόνταρχο Σαχίνη και τον Γεώργιο Σφήκα από την Κυνουρία κατόρθωσε να αντισταθεί. Επειτα έτρεξε σε βοήθεια και ο Κολοκοτρώνης με χίλιους άνδρες και έδιωξε τους Τούρκους, στέλνοντας τον υπασπιστή του Χρίστο Ζαχαριάδη, Ζακυνθινομοραΐτη να αναγγείλει τον κίνδυνο νέας επίθεσης στον αρχηγό. Ο Υψηλάντης έστειλε αμέσως τους Ορφανό, Δούκα και έναν Σέρβο αρχιμανδρίτη επικεφαλή 100 συμπατριωτών του προς τη σημαντική θέση Νοτσέτι. Ο Ορφανός και ο αρχιμανδρίτης έφθασαν εγκαίρως, δεν πρόλαβαν όμως να μπουν όλοι στη μονή εκτός των Σαχίνη και Σφήκα. Ο Ι. Κολοκοτρώνης όμως απέκρυψε τους υπόλοιπους μέσα στο δάσος οι οποίοι όρμησαν ξαφνικά κατά των Τούρκων ιππέων και τους κατεδίωξαν έως ότου νύχτωσε. Ο Δούκας όμως παρά τους ενθουσιώδης λόγους του αρχικά και ενώ είχε 400 καλούς ιππείς Έλληνες και Βούλγαρους, μόλις είδε τα τουρκικά στρατεύματα στην πεδιάδα έχασε το θάρρος του και επέστρεψε στο Τυργοβίστι ανακοινώνοντας ότι καταστράφηκαν ολοσχερώς οι Έλληνες στο Νοτσέτι. Ο Υψηλάντης ταράχθηκε και ο στρατός του καταθορυβήθηκε από αυτήν την είδηση και εγκατάλειψε το Τυργοβίστι νύκτα αφήνωντας τις αποθήκες με τις προμήθειες περιπλανόμενος σε διάφορα μονοπάτια, με τα σώματα διασκορπισμένα μεταξύ τους. Κατόπιν αυτών έφυγαν έντρομοι και οι κάτοικοι του Τυργοβιστίου. Εφτασαν στο Πιτέστι σε άθλια κατάσταση και αφού έχασαν και άλλα εφόδια και αμάξια στην δύσκολη πορεία τους σε ανώμαλους ορεινούς δρόμους. Εκεί διέταξε τον Δούκα να μοιράσει στο στρατό το παξιμάδι που κρατούσε για τροφοδοσία του ιδιαίτερου σώματός του. Αυτός αρνήθηκε και λογομάχησαν και βρήκε αφορμή να την κοπανίσει για την Τρανσυλβανία προφασισθείς ασθένεια, με τον Υψηλάντη να παραδίδει την αρχηγία του σώματος Δούκα στον Αναστάσιο Αργυροκαστρίτη.





Στο Νοτσέτι οι Κολοκοτρώνης, Ορφανός και ο αρχιμανδρίτης βλέποντας τους εαυτούς μόνους και περιμένοντας νέα μεγαλύτερη επίθεση και μη γνωρίζοντας τι είχε συμβεί κατέβηκαν απ΄ τις θέσεις τους και αρκετά αργότερα πληροφορήθηκαν την εντολή του Υψηλάντη για νέα θέση συγκέντρωσης του στρατού του. Μόλις έφτασαν εκεί τότε πληροφορήθηκε ο Υψηλάντης τη διαγωγή και τα ψέματα του Δούκα. Ο Κεχαγιάμπεης εισήλθε την 29η Μαΐου στο Τυργοβίστι ενθάρρυνε τους κατοίκους να επιστρέψουν και με τη βοήθειά τους συνέλαβε 24 αποπλανηθέντες Έλληνες στρατιώτες και τους εκτέλεσε. Ο Σάββας που είχε παραμείνει στο Τυργοβίστι προσήλθε πλέον ανοικτά στους Τούρκους. Αρχικά προσήλθε στον Κεχαγιάμπεη ο οπλαρχηγός Γέντσης και την επόμενη ο Σάββας με τους Μιχαήλ Δελήμπαση, Κιουτσούκ Τσολάκη, τον Ουδρίσκυ, τον παλιό του φίλο από τα Γιάννενα Ταχήρ αγά και τους χίλιους εκλεκτούς ιππείς του. Ο προδότης τότε ανέλαβε κατόπιν δικής του πρότασης να καταδιώξει τον ελληνικό στρατό και να συλλάβει τον Υψηλάντη. Ο Κεχαγιάμπεης του έδωσε ακόμα δυο χιλιάδες Τούρκους. Αυτός καταδίωξε την οπισθοφυλακή του Υψηλάντη και συνέλαβε 20 άνδρες τους οποίους αποκεφάλισε ενώ 60 πνίγηκαν κατά τη διάβαση ενός ποταμού, που σταμάτησε και την προέλαση του Σάββα.
Στην Μικρά Βλαχία έγιναν μεμονωμένες συμπλοκές ελληνικών και τουρκικών αποσπασμάτων κατά τις οποίες διακρίθηκαν οι Αναστάσιος Μιχάλογλους ή Μανάκης από το Μέτσοβο, ο Ιωάννης Σολομών και ο Ζώτος. Όταν έφτασε με το κύριο σώμα του στρατού του ο Περκόφτσαλης διασκόρπισε τα ελληνικά αποσπάσματα που συγκεντρώθηκαν τελικά 650 Πανδούροι, Έλληνες και Βούλγαροι πάνω από το Δραγατσάνι στις 26 Μαΐου. 800 Τούρκοι τοποθετήθηκαν στο Δραγατσάνι και 2600 απέκλεισαν τις διαβάσεις των Καρπαθίων και κατέλαβαν μονές γύρω από το Δραγατσάνι.
Ο Υψηλάντης που βρίσκονταν στο Ρίμνικο αποφάσισε να συγκεντρώσει όλη τη δύναμή του, που ήταν πέντε χιλιάδες πεζοί, πεντακόσιοι ιππείς και 4 κανόνια για να κτυπήσει το Δραγατσάνι που ήταν 8 ώρες μακριά του. Εστειλε πρώτα στις 3 Ιουνίου τον Ολύμπιο, τον Νικ. Υψηλάντη και τον Καραβιά να καταλάβουν θέσεις γύρω από το Δραγατσάνι και να τον περιμένουν να διευθύνει τη γενική μάχη αυτοπροσώπως. Την 5η Ιουνίου παρέλαβε το υπόλοιπο στράτευμα με δυο χιλιάδες άνδρες, οι πεζοί υπό τον Κολοκοτρώνη και τον Ορφανό και οι ιππείς Κοζάκοι και Ουλάνοι υπό τον Γαρνόβσκυ. Λόγω της βροχής έφθασαν καθυστερημένα, ενώ οι Τούρκοι του Καρά Φεΐζ οχυρώνονταν.




Ενώ ο Υψηλάντης παρέμενε σε ένα χωριό 3 ώρες μακριά από το Δραγατσάνι και συνεννούνταν με τον Ολύμπιο πως θα επιτεθούν, ο Καραβιάς που είδε τους Τούρκους να καίνε σπίτια για την εξυπηρέτηση των οχυρωμάτων τους, νόμισε ότι έφευγαν και έκαιγαν το χωριό. Παρά τις αντιρρήσεις του Ν. Υψηλάντη συγκέντρωσε ιππείς και ξεκίνησε για την καταδίωξη όπως νόμιζε, τον ακολούθησε κατ’ ανάγκη και ο Ν. Υψηλάντης με τον Ιερό Λόχο και τα κανόνια. Οι Τούρκοι κλείστηκαν στη μονή Σερμπανεστίου και ενώ ετοιμάζονταν να διαφύγουν, για καλή τους τύχη, έφτασαν 1500 Τούρκοι που έπεσαν ξαφνικά πάνω στους ιππείς του Καραβιά. Τότε εξείλθε και ο Καρά Φεΐζ και έπεσε στους ελάχιστους που είχαν απομείνει στις οχυρώσεις έξω από το Δραγατσάνι. Η προσπάθεια του Ν. Υψηλάντη με τον Ιερό Λόχο να βοηθήσει τον Καραβιά απέβηκε άκαρπη, γιατί αυτός ετράπει σε φυγή προς ορεινότερα μέρη, με συνέπεια ο Ιερός Λόχος να περικυκλωθεί από όλα τα γύρω τουρκικά σώματα.
Οι Τούρκοι έριξαν όλο το ιππικό τους εναντίον του Ιερού Λόχου και άλλους κατέκοψαν και άλλους οδήγησαν προς μια χαράδρα. Την τελευταία στιγμή έφτασαν 50 Πανδούροι υπό των Ιωαννίτσα Χόρκο και διέσωσαν αρκετούς. Ο Ολύμπιος αν και βρισκόταν στο απομακρυσμένο χωριό έτρεξε μαζί με τον Σέρβο αρχιμανδρίτη με εκατό ιππείς και προχώρησε μέχρι το σημείο που είχε πέσει ο σημαιοφόρος του Ιερού Λόχου πήρε τη σημαία στα χέρια του με καταπληγωμένο το άλογο του και σκόρπισε τους γύρω Τούρκους διασώζοντας και αυτός εκατό ιερολοχίτες και 2 κανόνια.
Ο Νικόλαος Υψηλάντης σώθηκε από τη σίγουρη αιχμαλωσία χάρη στη βοήθεια Γάλλου αξιωματικού που τον ανέβασε στο άλογό του. Συνολικά σκοτώθηκαν 140 από το σώμα του Καραβιά και 200 ιερολοχίτες, ενώ 37 από αυτούς αιχμαλωτίστηκαν και καρατομήθηκαν στην ΚΠολη. Έπεσαν οι αξιωματικοί τους Δρακούλης, Σούτσος, Κρόκιας, Ιωαννίτης, ο σημαιοφόρος Ξενοφών και 25 υπαξιωματικοί καθώς και ο Ελβετός φιλέλληνας Μπουρντιέ. Ο Ιερός Λόχος αφανίστηκε εντός μιας ώρας και οι Τούρκοι είχαν μεγάλες απώλειες, αλλά η πτώση του ηθικού του στρατού του Υψηλάντη ήταν ραγδαία και όλοι άρχιζαν να φεύγουν προς την Αυστρία. Διάφοροι λωποδύτες που είχαν λιποτακτήσει πρώτα λήστευαν και εφόνευαν όσους προλάβαιναν στα περάσματα της Τρανσυλβανίας. Στην Αυστρία όσοι δεν συνελήφθησαν ως ύποπτοι έφτασαν με μεγάλες ταλαιπωρίες σε Βουδαπέστη και Βιέννη σε τραγικά χάλια, και με τη βοήθεια των εκεί Ελλήνων στέλνονταν μέσω Τεργέστης στην Ελλάδα.

Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, όπως σημειώνει ο Διον. Κόκκινος, «μετά την καταστροφή εκείνη συντετριμμένος, ηττημένος χωρίς να πολεμήσει, χωρίς να του δοθεί η ευκαιρία να βαδίσει επί κεφαλής ενός στρατού μαχόμενου, διατελών υπό το κράτος της οργής και της απογνώσεως για όσα έγινα, εξέδωσε την ακόλουθο προκήρυξιν»:

 


Η κατάληξη του Υψηλάντη
Τελικά με λίγους πιστούς οπαδούς, πολλούς υποψήφιους δολοφόνους και τον Ολύμπιο να έχει αναλάβει αυτοπροσώπως την σωματοφυλακή του Αλέξανδρου Υψηλάντη στις 9 Ιουλίου βρέθηκαν στο μοναστήρι Κόζια κοντά στα αυστριακά σύνορα. Έστειλε το Λασσάνη στους Αυστριακούς ζητώντας άδεια ελευθέρας διόδου για τους αδελφούς του. Οι Αυστριακοί τον εξαπάτησαν ότι δεν είχε να φοβηθεί τίποτα και ο ίδιος. Εκεί αποχωρίστηκε τον Ολύμπιο και εισήλθε στην Αυστρία με διαβατήριο και διαβεβαιώσεις. Στις 14 Ιουλιου τον φυλάκισε ο Μέττερνιχ στο μεσαιωνικό φρούριο Μούγκατς από όπου δεν ξαναβγήκε ζωντανός. Η φυλακή ήταν άθλια για κακούργους, η υγεία το χειροτέρευε συνεχώς. Ταυτόχρονα στη Ρωσία δημεύτηκε η περιουσία της οικογένειάς του. Πέθανε τον Ιανουάριο του 1828.

Η μάχη του Σκουλενίου
Ο Καντακουζηνός συγκέντρωσε τους εναπομείναντες οπλαρχηγούς και τους διαθέσιμους άνδρες στο χωριό Στίγκα της Μολδαβίας και τους πρότεινε να περάσουν μέσω Σκουλενίου τον Προύθο και να αποβιβαστούν στη συνέχεια δια θαλάσσης στις ακτές της Βλαχίας. Όταν όμως έφτασαν στο Σκουλένι προφασιζόμενος ότι ήθελε να δει τη μητέρα του βρισκόμενη εκεί κοντά πέρασε τον Προύθο και τους εγκατάλειψε, αποδεικνύοντας τον πραγματικό λόγο της κίνησης αυτής. Από την απέναντι ακτή κάλεσε τους αξιωματικούς να περάσουν μεμονωμένα γιατί δεν ήταν δυνατό να περάσουν ως ένα σώμα και δεν υπήρχε λόγος να συνεχίσουν τον αγώνα. Αυτοί τον εξύβρισαν ως προδότη δειλό και λιποτάκτη, και δεν θέλησαν να εγκαταλείψουν τους 500 περίπου άνδρες τους. Επέστρεψαν στο Σκουλένι και οχυρώθηκαν. 





Ήταν οι οπλαρχηγοί Αθανάσιος Καρπενησιώτης, Ιωάννης Κοντογιάννης, Γεώργος Σοφιανός από την Κέα, Σφαέλλος και Καραγεώργης. Έπειτα έφτασαν και οι Δαγγλιόστρος, Μίγκλερης και Απόστολος Σταύρακας. Και πιο μετά και άλλοι 400 Έλληνες, ο πλοίαρχος Λουκάς Βαλσαμάκης με τους ναύτες του που άφησαν το πλοίο τους στην Οδησσό και έσπευσαν. Η σύγκρουση έγινε στις 7 Ιουνίου. Επιτέθηκε εναντίον τους ο Κεχαγιάμπεης με 2000 πεζούς, 4000 ιππείς και 6 κανόνια. Έκανε τέσσερις εφόδους που αποκρούστηκαν με μεγάλες απώλειες. Ο Απόστολος Σταύρακας με εκατό Κρήτες και Ηπειρώτες επέφεραν μεγάλη φθορά στους Τούρκους. Στην απέναντι όχθη είχαν συγκεντρωθεί πλήθη Ρώσων και τους επευφημούσαν. Αλλά συγκεντρώθηκαν μεγάλες μονάδες τουρκικού ιππικού εναντίον τους και άρχισαν να πέφτουν ένας ένας οι αρχηγοί τους, ο Κόντος, ο Ιντές, ο Σταύρακας, ο Δαγγλιόστρος, ο Σφαέλλος, ο Βαλσαμάκης, ο Κοντογιάννης, ο Σοφιανός. Ο Μίγκλερης τραυματίας συνέχισε μαχόμενος μέχρι που έπεσε και αυτός μαζί με τους γενναίους άνδρες του. Ο Καραγεώργης κατόρθωσε να περάσει στην απέναντι όχθη τραυματίας. Ο καταπληγωμένος αρχηγός του σώματος Αθανάσιος Καρπενησιώτης αφού άδειασε τα όπλα του και ξιφούλκησε κατά των Τούρκων στις όχθες του ποταμού Προύθου έπεσε σκοτώνοντας δυο από αυτούς πρώτα. Λίγοι διασώθηκαν τραυματίες στην απέναντι ρωσική ακτή. Εκεί φονεύθηκαν 17 Στεμνιτσιώτες πλην του Γρ. Μίγκλερη, μεταξύ των οποίων οι Ι. Θεοδωρίδης, Κ. Ροϊλός, Αργ. Πατρινός και Δ. Κλης.
 
Στη μονή Σέκου
Μετά από αυτό κατεπνίγει κάθε επαναστατική κίνηση στη Μολδαβία, ενώ στην Βλαχία απέμενε μόνο ο Γεωργάκης Ολύμπιος και ο Φαρμάκης στο Αρζήσι με 800 καλούς ιππείς. Τους κυνηγούσε ο Τούρκος Σιρικλάογλου με μεγάλη δύναμη και ο παλιός τους γνώριμος Σάββας. Κατέφυγαν στο βουνό Βράντσα δια του οποίου ευελπιστούσαν να περάσουν δια της Μολδαβίας στην Βεσσαραβία και από εκεί στην Ελλάδα. Όμως ασθένησε ο Ολύμπιος και τον μετάφεραν στα ορεινά της αυστριακής Τρανσυλβανίας να θεραπευτεί. Παράλληλα οι Τούρκοι ασχολούνταν με τον Διαμαντή που είχε αποκλεισθεί στο μοναστήρι της Βιστρίτσας. Αυτός εμπιστευόμενος στους όρκους και τον λόγο της τιμής του Σάββα παραδόθηκε αλλά με παρασπονδία οι Τούρκοι τον σκότωσαν. Ο Σάββας παραπονέθηκε κατ’ ιδίαν στον Κεχαγιάμπεη στο Βουκουρέστι, αλλά πριν ακόμα περάσει την πόρτα του δολοφονήθηκε μαζί με τον υπαρχηγό του. Δόθηκε εντολή τότε με αμοιβή να κοπεί το κεφάλι κάθε Έλληνα της Μολδοβλαχίας που συμμετείχε στην Επανάσταση. Αυτό το ανελέητο κυνήγι σταμάτησε μόνο όταν ο Κεχαγιάμπεης αρνήθηκε να πληρώνει πλέον για άλλα κεφάλια, αφού εν τω μεταξύ προβιβάστηκε σε πασσά.
 




Ο Ολύμπιος αφού ανάρρωσε ξαναπέρασε στην Μολδαβία με στόχο την κάθοδο στην Ελλάδα, καθώς δεν έβλεπε άλλο τρόπο. Στην πορεία πολλοί στρατιώτες του άρχισαν να λιποτακτούν, ενώ τουρκικά αποσπάσματα οδηγούμενα από Μολδαβούς χωρικούς τον ακολουθούσαν κατά πόδας. Πολλοί Σέρβοι και Βούλγαροι΄ανδρες του από την άλλη δεν ήθελαν να απομακρυνθούν από τις πατρίδες του. Τελικά ο αριθμος των ανδρών του όλο και λιγόστευε πέφτοντας στους 350. Τελικά επέλεξε να αντιμετωπίσει του Τούρκους που τον ακολουθούσαν, αντί να προσπαθήσει να διαφύγει συνεχίζοντας την πορεία του. Το άλλο σφάλμα ήταν ότι η μονή Σέκου που στάθμευσε ήταν μέσα σε φαράγγι με μόνο μία διέξοδο και πολιορκήθηκε. Επίσης ως αγαθός και τίμιος άνθρωπος που ήταν πίστεψε και στα λόγια του επίσκοπου Ρομάνο που τον κάλεσε να υπερασπιστεί τα κειμήλια της μονής από τους Τούρκους. Στην πραγματικότητα όμως οι Τούρκοι μεταχειρίστηκαν τον επίσκοπο για να μην διαφύγει ο Ολύμπιος και ο Φαρμάκης έως ότου τους αποκλείσουν τελείως.
Την 8η Σεπτεμβρίου 1821 πλέον κατέφτασαν πολυάριθμες δυνάμεις στην κοιλάδα του Σέκου. Η αμυντική τάφρος εγκαταλείφθηκε ενώ οι περισσότεροι με τον Φαρμάκη κλείστηκαν στη μονή, ενώ ο Ολύμπιος οχυρώθηκε με ένδεκα δικούς του στο κωδωνοστάσιο. Η μονή πλημμύρισε από Τούρκους και το κωδωνοστάσιο, ο Ολύμπιος πρότεινε σε όποιον ήθελε να φύγει και να παραδοθεί γιατί θα τίναζε τα βαρέλια με την πυρίτιδα που είχαν. Και οι ένδεκα έμειναν μαζί του και τινάχθηκαν στον αέρα, μαζί με τους που είχαν μπει στο κωδωνοστάσιο Τούρκους. Ένας μόνο από τους άνδρες του Ολύμπιου διασώθηκε.




Ο Φαρμάκης αναγκάστηκε κατόπιν υποσχέσεων να παραδοθεί. Οι Τούρκοι ως συνήθως δεν τήρησαν το λόγο τους και τους εκτέλεσαν πλην 33 που άνοιξαν δρόμο με τα ξίφη τους και διέφυγαν. Τον Φαρμάκη κατ’ εξαίρεσιν τον έστειλαν στην ΚΠολη όπου αποκεφαλίσθηκε κατόπιν βασάνων. Έτσι έσβησε η επτάμηνη πορεία της Ελληνικής Επανάστασης στη Μολδοβλαχία.
Ιωάννης Κολοκοτρώνης
Ο Ιωάννης Κολοκοτρώνης, ονομαζόμενος και Ντασκούλιας (στα τούρκικα αυτός που ανατρέπει τα οχυρώματα – κούλιες) υπηρετούσε τον ηγεμόνα Μιχαήλ Σούτσο. Έσπευσε με τους 275 άνδρες του στον στρατό του Υψηλάντη και όπως προαναφέρθηκε διακρίθηκε στην μάχη εις την μονή Νοτσέτι, στο Τυργοβίστι. Μετά την καταστροφή ήταν ο μόνος που συγκέντρωσε ένα σώμα από Πελοποννήσιους και Ζακυνθινούς και αποφάσισαν ενωμένοι να διασχίσουν τη Βαλκανική και να κατέλθουν στην επαναστατημένη Ελλάδα. Από το σώμα του έφτασαν στις παραμονές της μάχης της Γράνας στην οποία συμμετείχαν έξω από την Τριπολιτσά. Μαζί με τον Γιαννάκη Κολοκοτρώνη ήταν και ο γιος του Αποστόλης, οι Ζακύνθιοι Ιωάννης Βαπτιστής Πέτας, Διονύσιος Αντίοχος, ο Σέρβος Καραγεώργης, ο Χριστόφορος Ζαχαριάδης, ο Δημήτριος Κοντόσταυλος μετέπειτα γραμματέας του Νικηταρά και άλλοι περίπου εκατό. Να πως περιγράφει την ιστορία τους ο Διον. Κόκκινος:
Μετά την καταστροφήν, ο Ιωάννης Κολοκοτρώνης συνεκέντρωσε τους υπολειφθέντας άνδρας του και απεφάσισε να κατέλθη εις την Πελοπόννησον δια το Βαλκανίων. Παλαιός στρατιωτικός ωδήγησε τους εμπείρους πολεμιστάς του δια των βουνών. Η ηρωική πορεία του σώματος εκείνου του Ιωάννου Κολοκοτρώνη κατά τον καιρό που εφλέγετο πλέον ολόκληρος η χερσόνησος από την ελληνικήν επανάστασιν και όλη η χώρα ήτο πλημμυρισμένη από τα τουρκικά στρατεύματα ενθυμίζει την κάθοδον των μυρίων. Εις μίαν από τας μάχας που ηναγκάζοντο πάντοτε να δίδουν δια να προχωρούν εξεπόρθησαν μίαν μονήν, όπου ευρίσκοντο κλεισμένοι Τούρκοι κα Εβραίοι. Εκεί εις τας αποσκευάς ενός Εβραίου ευρήκαν αδαμαντοκόλλητην σπάθην Βυζαντινού αυτοκράτορος με τας φράσεις επί των δύο πλευρών της λεπίδος: «Εν τούτω νίκα» και «Βοήθει με, Χριστέ, ίνα καταπολεμήσω τους αδικούντας σε». Το κειμήλιο τούτο μετέφερεν ο Ιωάννης Κολοκοτρώνης εις την Ελλάδα. Αλλ’ από τους γενναίους αυτούς άνδρας, εκατόν μόνον κατόρθωσαν να φθάσουν εις Πελοπόννησον κατά τον Αύγουστον του 1821 και έλαβαν μέρος εις την πολιορκίαν της Τριπολιτσάς.

Αν δεν κάνω λάθος το σπαθί αυτό χαρίστηκε στην συνέχεια στον Καποδίστρια ο οποίος με τη σειρά του το προσέφερε στον Ρώσο ναύαρχο Ρίκορντ.

------------------------
Βασική πηγή: "Η Ελληνική Επανάστασις", Διον. Κόκκινου

Π ε ρ ι ε χ ό μ ε ν α

Απογραφές
Η επαρχία του Λιονταριού (1461)
Η Καρύταινα (Λιοντάρι) (1512-1520)
Ο Δήμος (kaza) της Καρύταινας (1566-1574)
Χωριά Γορτυνίας (1700-1830)
Χωριά και αριθμός οικογενειών Γορτυνίας (απόγραφή Pouqueville)
Απογραφή Γορτυνίας (1834)
Απογραφή Αρκαδίας (1834)
Απογραφή Γορτυνίας (1852)

Ονόματα
Σκορτινοί (13-14ος αιώνες)
Κροκόντηλοι-Αγ.Γεώργιος των Σκορτών (13-15ος αιώνας)
Δημητσανίτες (1461-1574)
Μέλη δημοτικού συμβουλίου Τριπολιτσάς (1700)
Ονόματα στρατιωτικών των Κολοκοτρωναίων (1821)
Γορτύνιοι Πολιτικοί κατά την Επανάσταση (1821)
Γορτύνιοι Αξιωματικοί κατά την Επανάσταση (1821)
Γορτύνιοι Φιλικοί (1821)
Ονόματα Λαγκαδινών (1822-3)
Ονόματα κατοίκων επαρχίας Τριπολιτσάς - Α (1823)
Ονόματα κατοίκων επαρχίας Τριπολιτσάς - Β (1823)
Προαγωγές Γορτυνίων στρατιωτικών (1824)
Δημοτικοί εισπράκτορες Γορτυνίας (1836)
Δήμαρχοι και Πάρεδροι Γορτυνίας (1841)
Φύλλα ποιότητας Δημάρχων και παραγόντων της Γορτυνίας (1849-1850)
Εκλογικά έγγραφα Γορτυνίας [1843 - 1862]
Εκλογικός κατάλογος Γορτυνίας (1865)
Επώνυμα Γορτυνίων 1865 (δήμοι Γόρτυνος, Ελευσίνος, Κλείτωρος και Μυλάοντος)
Επώνυμα Γορτυνίων 1872 (δήμοι Λαγκαδίων και Νυμφασίας)
Επώνυμα Γορτυνίων 1872 (δήμοι Τρικολόνων και Τροπαίων)
Επώνυμα Γορτυνίων 1872 (δήμοι Ηραίας και Θέλπουσας)
Επώνυμα κατοίκων δήμων Φαλάνθου (1879) και Θεισόας (1843)
Μικρά ονόματα Γορτυνίων (19ος αιώνας)

Τοπωνύμια
Mετονομασίες οικισμών Αρκαδίας (1920)
Μεσσαρέα
Τοπωνύμια Βυτίνας
Τοπωνύμια Βάχλιας
Τοπωνύμιο Τσιπιανά
Τοπωνύμιο Ψάρι
Τοπωνύμιο Αρτοζήνος
Τα τοπωνύμια ως πηγή της πρώιμης κοινωνικής ιστορίας των σλαβικών φύλων
Nτρομπολιτσά- Tριπολιτσά- Tρίπολη : μια ιχνηλάτηση
Γορτυνιακά τοπωνύμια σλαβικής ετυμολογίας
Στα χνάρια του περιηγητή Παυσανία στην Αρκαδία
Συνοικισμός Μεγάλης Πόλεως

Διάλεκτοι και Ιδιώματα
Το αρχαίο αρκαδικό γράμμα "Τσαν"
Η αρχαία αρκαδοκυπριακή διάλεκτος
Σύγκριση γορτυνιακού με άλλα ιδιώματα στο φωνολογικό επίπεδο
Συνοπτική παρουσίαση γορτυνιακού ιδιώματος
Το φαινόμενο του τσιτακισμού στα πελοποννησιακά ιδιώματα
H συνθηματική γλώσσα των Λαγκαδινών μαστόρων
To ιδιωματικό στοιχείο στη γλώσσα των απομνημονευμάτων του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη

Ιστορικά θέματα (επιλεγμένα)
Πασάς Mαυραειδής Φαρμάκης
Ιστορική γεωγραφία Αρκαδίας (395-1209)
Δοξαπατρήν τον λέγουσιν, μέγας στρατιώτης ένι
Λυκάων της Αρκαδίας
Φωτάκος: Μάχη εν Τρικόρφοις - 23 Ιουν. 1825
Κανέλλος Δεληγιάννης: Πολιορκία Λάλα
Κανέλλος Δεληγιάννης: Η μάχη του Βαλτετσίου (12-13 Μαιΐου 1821)
Κανέλλος Δεληγιάννης: Η μάχη της Γράνας
Κανέλλος Δεληγιάννης: Έξοδοι Δράμαλη από την Κόρινθο
Κανέλλος Δεληγιάννης: Γορτυνιακός εμφύλιος (1823) και αρχές του γενικού εμφυλίου (1824)
Κανέλλος Δεληγιάννης: Μάχες στο Άργος, Δερβενάκια, Αγιοσώστη, Αγιονόρι
Κανέλλος Δεληγιάννης: Α' Πολιορκία Μεσολογγίου
Κανέλλος Δεληγιάννης: Εκστρατεία στη Δυτ. Ελλάδα, Μάχη του Πέτα
Καταστροφή Ζάτουνας - Απρίλιος 1779
Αναφορές για τα επεισόδια στη Γορτυνία (Ιουν. 1823)
Αναφορά επαρχίας Καρύταινας (Δ' Εθνοσυνέλευση, Άργος 1829)
Επιστολή κατά Κολοκοτρώνη (Εμφύλιος 1823)
Ο Μοραΐτης Πυρπολητής του 1821
Τα άρματα της Καρύταινας (1821)

Μελέτες
Βυζαντινή κρατική ιεραρχία και στρατιωτική οργάνωση
Κυρ Ιωάννης ο Τζερνοτάς
Τάμα στον Δία – Αχαιοί εναντίον Γαλατών (120 π.Χ.)
Στοιχεία για την οθωμανική Ελλάδα
Προδοσίες και θυσία στη Μολδοβλαχία το 1821
Η παράδοση της Πόλης το 1453
Σύντομη ιστορία της Πελοποννήσου (2ος αι. π.Χ – 7ος αι. μ.Χ.)
Το Πασαλίκι του Μοριά
Τα παράπονα των Ανθενωτικών (1450)
Μοραΐτες Οπλαρχηγοί του 1821
Η μάχη της Πελαγονίας (1259 μ.Χ.)
Φορεσιά και Άρματα το 1821
Η Εποχή του Χαλκού στο Αιγαίο
Αυτόχθονες εναντίον Ετεροχθόνων
Αλαμανικός φόρος και βυζαντινά μνημόνια