Η ιστοσελίδα περιέχει δημοσιεύσεις κειμένων και ιστορικών πηγών που αφορούν την ιστορία της Αρκαδίας, κυρίως τις περιοχές της Γορτυνίας και του Μαινάλου, καθώς επίσης και ορισμένες ερασιτεχνικές ιστορικές μελέτες γενικότερου ενδιαφέροντος.

Διήγηση Θεοδώρου - Κολοκοτρώνη (μετά το Νοέμβρη 1826)


Εἰς τοὺς 1826 Νοέμβριον, σὰν ἐκατέβηκα ἐγώ εἰς τὴν Ἑρμιόνην γιὰ τὴν Συνέλευσιν, εἶχα τὸν Γενναῖον πίσω ἀφημένον, διὰ νὰ ἐμποδάει τοῦ Ἰβραΐμη τὴν καταδρομήν. Τότε ἡ ἐπαρχία τῆς Καρύταινας, καπεταναῖοι καὶ πρόκριτοι, τοῦ λένε ὅτι: «Ἂν ἠμπορεῖς (1) νὰ ἔφκιανες (2) τὸ κάστρο τῆς Καρύταινας, Γενναῖε, ἠμπόρειε νὰ φυλαχθεῖ τριγύρω ἡ Καρύταινα, τὸ Φανάρι καὶ ὅλες οἱ μεσόγειες ἐπαρχίες». Τὸν ἐκατάπεισαν τὸν Γενναῖον, καὶ εἶπε: «Νὰ στείλω τοῦ Πατέρα μου νὰ πάρω τὴν γνώμην καὶ νὰ ἰδοῦμε τί λέγει». Καὶ μοῦ ἔστειλε πεζὸν διὰ τοῦ κάστρου τὴν ὑπόθεσιν, καὶ τοῦ ἔδωσα τὴν ἄδειαν νὰ τὸ φτιάσει. Λαμβάνοντας τὴν ἄδειαν, ἔβαλε τῆς εὐθὺς καὶ ἐπλήρωσε τοὺς καμιναραίους διὰ χορήγι καὶ τοῦ ἔβγαλαν τέσσαρα καμίνια χορήγι, καὶ ἔστειλε καὶ ἔφερε καὶ μαστόρους, καὶ ἀρχίνησε καὶ τὄφτιανε. Καὶ ἐκεῖ ποὺ ἀρχίνησε νὰ τὸ φτιάσει, ηὗρε τέσσαρα πέντε μάσκουλα καὶ τὰ ἐγέμιζε μπαρούτι καὶ τὰ ἔρριχνε, καὶ εἰπώθη ηὕρηκε κανόνια, καὶ ἡ φήμη οὕτως διεδίδετο. Κανέναν ἀνεγνώριμον δὲν ἄφηνε ν᾿ ἀνέβει ἐπάνω, διατὶ ἦτον ὁ κόσμος προδότης. Καὶ ἀκούοντας ὁ Ἰμπραΐμης ὅτι ηὗρε κανόνια καὶ τὰ ἔρριχνε καθημερούσιον, δὲν ἐκίνησε νὰ πάει, διατὶ ἐστοχάζετο ὅτι κανόνια ἦτον. Ἔφκιασε πρῶτα τὲς πόρτες, ἔφκιασε τὲς στέρνες, καὶ ἀρχινώντας ἔφτιασε καὶ ἀπὸ τὸ Κάστρο ὅπου ἦτον ἀδύνατο κατὰ ὥρας, καὶ τότενες ἔβαλε φούρνους καὶ ἔκαμε καὶ παξιμάδι, καὶ ἔστειλε καὶ εἰς τὴν Δημητσάνα καὶ ἐπῆρε καὶ τρία τέσσερα φορτώματα μπαρούτι. Μολύβι ἔστοντας καὶ δὲν εὑρίσκονταν, ἔστειλε εἰς τὴν Ζάκυνθο καὶ ἀγόρασε πέντε ἕξ καντάρια βολύμι καὶ ἀγόρασε καὶ δυὸ κανόνια καὶ τὰ ἐκουβάλησε. Καὶ ἤφερε μαστόρους καὶ ἔφτιασε τὰ λέτα, καὶ τὰ ἔβαλε ἀπάνω στὸ κάστρο. Καὶ τότε δυναμώνοντας τὸ Κάστρο, ἡ ἐπαρχία Φαναριοῦ καὶ Καρύταινας ἤφεραν τὰ πράγματά τους, καὶ τὰ ἔβαλαν μέσα διὰ φύλαξιν, καὶ ἐδούλευσε ὅλον τὸν χειμώνα ἕως τὸν Ἀπρίλιον, καὶ ἔφθιασε τρεῖς καζάρμες μέσα, καὶ τὸ ἐτελείωσε τὸ μέσα. Καὶ εἰς τὸν καιρόν, εἰς τὸν πόλεμον τοῦ Λάλα, εἶχαν δύο κανόνια φερμένα ἀπὸ τὴν Κεφαλονιά, ἦτον καρφωμένα εἰς ἕνα τόπο, τὰ ἤφερε μὲ πολλὰ ἔξοδα, καὶ τὰ ἔβαλε εἰς τὸ Κάστρο. Τότενες ἔβανε φρουρὰ 200 στρατιώτας - εἶναι ἀνάμεσα σὲ δύο ποταμοὺς - εὑρέθηκαν περικεφαλαῖες τῶν σταυροφόρων. - Εἶχε βάρδια εἰς ἕνα βουνὸ εἰς τὴν Τροπολιτζὰ κοντά, καὶ ὄντας ἔβγαιναν οἱ Τοῦρκοι ἀπὸ τὴν Τριπολιτζάν, ὁποὺ ἐπήγαιναν πανταχοῦ λεηλατώντας εἰς τὴν Μεσσηνίαν, ξάφνου ἐσκλάβωναν - ἦτον τότε βάρδιες, ἂν ἔβγαιναν Τοῦρκοι, ἔδιδαν σημεῖον. Τὸ κάστρο ἔδιδε σημεῖον καὶ ὁλόγυρα οἱ φαμελιές, τὰ ζῶα ἔπεφταν κατὰ τὸ κάστρο· καὶ πάλιν εἶχε βάρδια εἰς τὸ Ντερβένι τοῦ Λεονταριοῦ, καὶ ὅταν ἔκαναν φανὸ εἰς τὸ βουνό, ἔρριχναν δύο κανόνια, καὶ ἤξευραν ὅτι ἔρχοντο ἀπὸ τὴν Μεσσηνίαν οἱ Τοῦρκοι. Καὶ ἔτζι ἐφυλάγονταν ὁ λαός, διατὶ ἐπήγαιναν οἱ γεωργοὶ καὶ ἐγεωργοῦσαν τὰ χωράφια, ὅτι εἶναι φυλαγμένοι ἀπὸ τὴν περίστασιν αἰφνίδιαν τοῦ ἐχθροῦ, διατὶ ἐπέθαναν ἀπὸ τὴν πείναν, ὅτι οἱ γεωργοί, ἂν εἶχαν καὶ κανένα βόδι, δὲν ἐτολμοῦσαν νὰ κατέβουν νὰ τοὺς βοηθήσουν, καὶ τότε κατέβαιναν μὲ τὴν προφύλαξιν τοῦ κάστρου. Καὶ οἱ βάρδιες ἡμέρα νύκτα ἦτο παντοῦ διὰ νὰ κάμουν φανούς, καὶ ἔκτοτε δὲν ἐλεηλάτησε διόλου αὐτὲς τὲς ἐπαρχίες, καὶ ἐμψύχωσε τὸν λαὸν πολύ, καὶ ὁλοένα ἐδούλευαν οἱ μαστόροι μέσα. Καὶ τότενες ἕως τὸν Ἀπρίλιον ἐδούλεψε. Τότε κατὰ τὸν μήνα Ἀπρίλιον ἔλαβε τὴν διαταγὴν καὶ ἐπῆγε στὴν Ἀθήνα.
Ἀπὸ τὸ μέρος τῆς Συνελεύσεως τῆς Τροιζῆνος τοῦ ἐστείλαμεν τοῦ Καραϊσκάκη εἰκοσιπέντε χιλιάδες γρόσια καὶ καβαλλαρία τὸν Χ[ατζῆ] Μιχάλη μὲ 120 ἄλογα. Τοῦ ἔγραφα ὅταν ἤμουν εἰς τὴν Τροιζήνα: «Κατὰ τὲς σέδρες, ποὺ κάνεις μὲ τοὺς ὁπλαρχηγούς, ἢ τοὺς ὁπλαρχηγοὺς θὰ φᾶς, ἢ τὸ κεφάλι σου».
Τὸν Μάϊον μήνα ἐλευθερώθηκα καὶ ἐγὼ ἀπὸ τὴν Συνέλευση καὶ ἐβγῆκα ἀπὸ τὸ Ἄργος, καὶ διελύθηκε τὸ στρατόπεδο τῶν Ἀθηνῶν καὶ ἐγύρισαν τὰ στρατεύματα τὰ Πελοποννησιακά. Σὰν ἐβγῆκα εἰς τὸ Ἄργος ἔστειλα διαταγὲς εἰς ὅλες τὲς ἐπαρχίες, ὅσες δὲν εἶχαν Τούρκους. Εἰς τὴν Μεσσηνίαν δὲν ἔστειλα, διατὶ ἦταν τρία φρούρια καὶ πάντοτε ἐμποδοῦσαν τὰ ἄρματα τὰ Μεσσηνιακὰ τοὺς ἐχθρούς. Εἰς τὴν Τριπολιτσὰ ἄφησα τὰ γειτονικὰ ἄρματα ἀπὸ φόβο τοῦ Μπραΐμη. Ἔστειλα διαταγὴν εἰς τὸν Μυστρά, διατὶ δὲν εἶχαν φόβο ἀπὸ τὸν Ἰμπραΐμην, ὁποὺ ἦτον εἰς τὴν Πάτρα, καὶ ἔστειλα εἰς τὸν Ἅγιον Πέτρον εἰς Μονεμβασιὰ (1), καὶ μοῦ ἀποκρίθηκαν, ὅτι νὰ φθιάσω στρατόπεδον καὶ τότε νὰ τοὺς διατάξω, καὶ ἔρχονται. Ἐγὼ ἐτράβηξα κατὰ τὴν Κόρινθον. Ὁ Γρίβας ἦτον στὸ Ἀνάπλι φρουρά, καὶ ὅλοι οἱ λοιποὶ Ρουμελιῶτες, καὶ δὲν ἐκίνησαν, καὶ εἰς τὴν Κόρινθο (2) ἦτον ὁ Νικολὸς Τζαβέλας, καὶ ἐκράτουν καὶ ἐκεῖνοι τὰ κάστρα, τὴν Κόρινθον, καὶ δὲν ἔβγαιναν ἀπὸ τὸ κάστρο - ἔκαμαν τὰ κάστρα κληρονομικά. Καὶ ἐγὼ εὑρέθηκα εἰς τὸν λόγγο (Ἅη Γεώργη) τῆς Κορίνθου μὲ 250 σωματοφύλακάς μου καὶ ὁ Ζαΐμης εἶχε καὶ στράτευμα, ὁ Παναγιώτης Νοταρᾶς, καὶ ἐκοίταζαν νὰ πολεμήσουν μὲ τοὺς εὑρισκομένους εἰς τὴν Κόρινθον. Ἐγὼ τοῦ εἶπα: «Ἄφηστους νὰ κάθονται, μόνε νὰ συνάξωμεν στράτευμα νὰ βοηθήσωμεν τὴν πατρίδα». Τὴν ἴδιαν ὥραν ἔβγαινε ὁ Ἰμπραΐμης ἀπὸ τὴν Πάτρα καὶ ἔκραξε τὸν Νενέκο, καὶ ὁ Νενέκος ἐπροσκύνησε, καὶ τὸν ἔβαλε ὀμπροστὰ νὰ κάμει νὰ προσκυνήσουν, καὶ ἐπροσκύνησαν τὰ δύο μέρη τῶν Καλαβρύτων, καὶ ἡ Πάτρα ὅλη, μέρη Βοστίτσας, καὶ ἦλθε τὸ προσκύνημα ἕως τὰ Καλάβρυτα, δύο ὧρες ἀπ᾿ ἔξω ἀπὸ τὰ Καλάβρυτα, τὴν μητρόπολη.
Ὁ Ἰμπραΐμης τόσο ἕλκυσε πολὺ τὸν λαόν. Τοῦρκος δὲν ἐκόταε οὔτε ἀστάχυ νὰ κόψει, καὶ ὅλα μὲ τὸν παρά, καὶ τοὺς ἔδιδε προσκυνοχάρτια καὶ μέρος. Καὶ ἐπροσκύνησαν ὅλοι οἱ καπεταναῖοι - καὶ ἐπροσκύνησαν οἱ καπεταναῖοι τῶν ἀρχόντων. Οἱ Πετιμεζαῖοι καὶ οἱ ἄλλοι ἐπῆγαν καὶ ἐσωματώθηκαν καὶ ὁ λαὸς ὁ ἀπροσκύνητος ἐπῆγαν εἰς τὸ Μέγα Σπήλαιον, καὶ ἄλλοι στὰ βουνά, καὶ ἐκλείσθηκαν μέσα. Τότενες, σὰν ἦταν ἀδύνατοι, ἐπῆγαν μίαν νύκτα καὶ ἐπρόδωσαν τὸν Βασίλη Πετιμεζᾶ, καὶ μόλις ἐγλύτωσε. Τότε ἔστειλε τὸν Νικολάκη τὸν ἀδελφό του καὶ ἦλθε καὶ μὲ εὕρηκε εἰς τῆς Κόρθος τὰ χωριὰ καὶ μοῦ εἶπε: «Τρέξε νὰ πᾶμε εἰς τὸ Σπήλαιο, γιατὶ τότε παραδίδεται τὸ Σπήλαιον καὶ χάνεται ὅλη ἡ ἐπαρχία». Τότενες ἀποφάσισα τὸν Φῶτο, ἀγιουτάντε μου, καὶ τὸν μπαϊρακτάρη μου Καραχάλιο, καὶ τοὺς ἔδωσα τοῦ Νικολάκη τοῦ Πετιμεζᾶ νὰ πᾶνε εἰς τὸ Μέγα Σπήλαιον. Ἐγὼ ἐμάζωνα τὰ Κορινθιακὰ στρατεύματα. Ἐκεῖνοι ἐμπῆκαν εἰς τὸ μοναστήρι. Διὰ τρεῖς ἡμέρας ἔμασα 1.500 καὶ τοὺς ἔστειλα τὸν Παναγιώτη καὶ Γεωργάκη Χελιώτη, μὲ τοὺς καπεταναίους τους, νὰ πᾶνε στῆς Βοστίτσας τὰ χωριά, καὶ ἐγὼ ἐπῆγα εἰς τὸν Ἅγιον Γεώργιον, στοῦ Φονιᾶ, καὶ ἀκόμα δὲν εἴμεθα ζυγωμένοι κοντά, καὶ τὰ στρατεύματα τὰ προσκυνημένα ἐπῆραν τοὺς Τούρκους καὶ ἐπῆγαν καὶ ἐχάλασαν τὸ Διακοφτὸ καὶ ἐπῆραν σκλάβους καὶ πράγματα ἀρκετά. Καὶ εἰς τὸ γύρισμα ἐβγῆκαν ἀπὸ τὸ μοναστήρι, τοὺς κτύπησαν καὶ ἐσκότωσαν καμμιὰ σαρανταριὰ Τούρκους καὶ ἐπῆγαν πίσω στὸ ὀρδί, στὰ Καλάβρυτα καὶ ὁ Μπραΐμης ἐπῆρε καμμιὰ πενηνταριὰ καβαλλαραίους καὶ ἀγνάντευε τὸ μοναστήρι. Τὸ θεώρησε μὲ τὸ κιάλε· εἶδε πὼς δὲν ἠμπορεῖ νὰ τὸ πολιορκήσει, διατὶ ἦτον τόπος κακός, καὶ ἐγύρισε πίσω. - Ἀπὸ τοὺς σκλάβους κακοπαθήσαμεν στὴν Πελοπόννησον. Εἰς τὸν Χελμὸ Τοῦρκοι ἐπρόδωσαν τοὺς Πετιμεζαίους.
Ἐγώ, ὄντας ἐβγῆκα εἰς τὸν Ἅγιον Γεώργιον, ἔγραψα γράμματα εἰς τὸ Γενναῖο καὶ εἰς τὸν Κολιόπουλον, ὁποὺ ἦτον συναγμένοι, καὶ ἐπετάχθηκαν εἰς τὸ Λιβάρτζι, τὴν ἐπαρχία τὴν προσκυνημένη (Καλαβρύτων) καὶ τοὺς διέταττα: «Τζεκούρι καὶ φωτιὰ εἰς τοὺς προσκυνημένους». Καὶ ἔτζι ἐπέρασαν εἰς τὸ Λιβάρτζι. Τότε ἔστειλεν ὁ Μπραΐμης καταπατητάδες νὰ ἰδεῖ ποὺ εἶμαι καὶ τί ἀσκέρι ἔχω, καὶ ἔδωσε ἑνὸς ρωμηοῦ 300 μπαρμπούτια διὰ νὰ μάθει ποῦ εἶμαι νὰ μοῦ ριχθεῖ ἐπάνω, καὶ ἐγὼ τὸν ἔπιασα καὶ ἔστειλα εἰς τὴν δημοσιὰ καὶ τὸν ἐκρέμασα εἰς τὰ Καλάβρυτα, δύο ὧρες ἀπέξω. Τὸν ἐκρέμασα μὲ ἕνα χαρτὶ ποὺ ἔλεγε τὸ φταίξιμό του «προδότης τοῦ ἔθνους» καὶ τοὺς ἄλλους δύο τοὺς ἔστειλα εἰς τὸ μοναστήρι, εἰς τὸ Μέγα Σπήλαιον, διότι δὲν ἦτον βεβαιωμένοι προδότες, καὶ ἐπῆγα καὶ ἐγὼ εἰς τὸ Σπήλαιον. Καὶ μαθαίνοντας ὁ Μπραΐμης, ὅτι ἦλθαν στρατεύματα εἰς τὸ Λιβάρτζι, ὡς πέντε χιλιάδες, καὶ ἐγὼ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος μὲ δύο χιλιάδες, καὶ τὸ Σπήλαιο μακρὰ ἀπὸ τὰ Καλάβρυτα ὁποὺ ἦταν δύο ὧρες, καὶ τέσσερες ὧρες ἦτον ὁ Κολιόπουλος μὲ τὸν Γενναῖον, τὸ ἄλλο στράτευμα, μανθάνοντας ὁ Μπραΐμης ὅτι ἦλθαν τὰ στρατεύματα τὰ Καρυτινά, ἐτράβηξε διὰ Τριπολιτζὰ καὶ Καρύταινα τὰ στρατεύματά του, καὶ ἔστειλε τὸν Ντελῆ Ἀχμὲτ πασὰ καὶ ἐτραβήχθηκε στὴν Πάτρα μὲ τοὺς προσκυνημένους, καὶ εἰς τὸν δρόμον ὁποὺ ἐπέρναε εὑρῆκε τὸν κρεμασμένον, καὶ ἔβαλε καὶ ἐδιάβασε τὸ χαρτὶ ποὺ τοῦ εἴχαμε στὲς πλάτες καὶ εἰς τὸ στῆθος, καὶ ἔπιασε τὰ γένεια του καὶ ἐφοβέρισε τὴν Καρύταινα, καὶ ἐχώρισε ὀκτὼ χιλιάδες καβαλλαραίους καὶ πεζοὺς, διαλεκτὸ στράτευμα, διὰ νὰ περάσει στὲς Ἄκοβες καὶ Λαγκάδια, νὰ κάψει τὲς χῶρες Δημητσάνα, Ζυγοβίστι καὶ Στεμνίτσα, ὅτι, ἔλεγε, οἱ Ἕλληνες εἶναι τραβηγμένοι μὲ τὸν Γενναῖον. Καὶ μαθαίνοντας ὁ Γενναῖος καὶ ὁ Κολιόπουλος ὅτι ἀνεχώρησε ὁ Ντελῆ Ἀχμὲτ πασὰς καὶ ἐπῆγε εἰς τὴν Πάτρα, καὶ ὁ Μπραΐμης τραβάει κατὰ τὴν Τριπολιτζά, ἐγύρισαν μὲ τὸ στράτευμά τους πίσω καὶ ἔφθασαν τὴν μπροστέλλα τοῦ Μπραΐμη, καὶ ἔκαμαν ἕναν ἀκροβολισμὸν καὶ ἐσκότωσαν καμμιὰ δεκαπενταριά. Καὶ ὁ Μπραΐμης ἐτράβηξε διὰ τὴν Τριπολιτσά, καὶ τὸ στράτευμα ὁποὺ εἶχε στελμένο εἰς τὲς Ἄκοβες καὶ εἰς τὰ Λαγκάδια διὰ τὲς χῶρες - οἱ Ἄκοβες καὶ τὰ Λαγκάδια ἦτον καημένες καὶ ὅ,τι ἦτον ἀκόμη τὸ ἀπόκαψε - καὶ ἐβγῆκε τὸ τούρκικο στράτευμα εἰς τῆς Δημητσάνας τὸν κάμπο. Καὶ ὁ Γενναῖος καὶ ὁ Κολιόπουλος μὴν ἠξεύροντας ποῦ εἶχε νὰ τραβήξει, ἐγύρισε ὁ Κολιόπουλος καὶ ἐπῆγε τὴν Ἡλιοδώρα, καὶ ὁ Γενναῖος ἐτράβηξε διὰ νυκτός, καὶ ἔπιασε μὲ πεντακοσίους μόνο τὴ Δημητσάνα, καὶ ἔκτισε ταμπούρια διὰ νὰ πολεμήσει, καὶ τὸ λοιπὸ στράτευμα Καρυτινὸ διεσκορπίσθη εἰς τὰ βουνά, ὅπου ἦτον οἱ φαμελιές, πρὸς ὑπεράσπισιν τῶν φαμελιῶν. Καὶ οἱ Τοῦρκοι ἐπῆγαν, ἐπέρασαν ἀπὸ τὲς φαμελιὲς καὶ ἐνύκτωσαν εἰς τῆς Δημητσάνας τὸν κάμπο. Οἱ στρατιῶτες τοὺς ἐπῆραν κατόπι νὰ τοὺς κλέψουν, νὰ τοὺς τουφεκίσουν - οἱ στρατιῶτες ποὖταν εἰς τὰ βουνὰ - καὶ νὰ πᾶνε μεϊτάτι εἰς τὸν Γενναῖον ἢ εἰς τὸν Κολιόπουλον. Καὶ ὁ Γενναῖος μὴν ἠξεύροντας, ὅτι οἱ Ἕλληνες εἶναι τριγύρω εἰς τοὺς Τούρκους, βλέποντας τοὺς Τούρκους εἰς τὸν κάμπο, ἀπεφάσισε διὰ νυκτὸς νὰ τοὺς κτυπήσει μὲ τοὺς πεντακοσίους, καὶ ἔτσι ἐκίνησε, καὶ ἐπῆγε διὰ νυκτὸς εἰς τὸ κάμπο καὶ ἐζύγωσε κοντὰ εἰς τὸ στράτευμα τὸ τούρκικο, καὶ τοὺς ἔρριξε μιὰ μπαταριὰ τουφέκια, καὶ βλέποντας οἱ Ἕλληνες τὴν μπαταριὰ τὸ πείκασαν ὅτι εἶναι ὁ Γενναῖος, καὶ τότε ἔρριξε ὁ πᾶσα Ἕλληνας τὴν μπαταριά του, ἀπ᾿ ὅπου καὶ ἂν εὑρέθη ἀγνάντια εἰς τοὺς Τούρκους, καὶ τότε οἱ Τούρκοι ἀκούοντας ὅτι εἶναι περιτριγυρισμένοι, ἐσυνάχθηκαν εἰς τὸν κάμπο, ἔβαλαν βάρδιες τὴν καβαλλαρία καὶ ἐξενύκτησαν εἰς τὸ πόδι - οἱ Τοῦρκοι ὀκτὼ χιλιάδες. Ἐτραβήχθηκε ὁ Γενναῖος καὶ ἔπιασε τὸν δρόμο ὁποὺ εἶναι κατὰ τὴν Δημητσάνα, διὰ νὰ ξημερώσει νὰ ἰδεῖ πούθενε θὰ πᾶνε οἱ Τοῦρκοι, καὶ ἂν ἔρθουν κατὰ τὴν χώρα νὰ μπεῖ μέσα, ὁποὺ εἶχε τὰ ταμπούρια φτιασμένα, διὰ νὰ πολεμήσει. Οἱ Τοῦρκοι, βλέποντας τὴν μπαταρία τῶν Ἑλλήνων, ἐπείκασαν ὅτι εἶναι τὰ στρατεύματα ποὖτον μὲ τὸν Γενναῖον καὶ Κολιόπουλον. Ἐφοβήθηκαν καὶ γύρισαν πίσω κατὰ τὴν Τριπολιτσά. Ὁ Γενναῖος μὲ τοὺς ἄλλους Ἕλληνας τοὺς ἔπεσε ἀπὸ κοντὰ καὶ ἐτράβηξαν οἱ Τοῦρκοι εἰς τὸ διάσελο τῆς Ἁλωνίσταινας διὰ νὰ περάσουν. Οἱ Ἁλωνιστιῶτες ἐβγῆκαν μπροστὰ εἰς τὸ διάσελο καὶ τοὺς πισωδρόμησαν εἰς ἄλλον δρόμον, καὶ οἱ Τοῦρκοι ἐπέρασαν κοντὰ εἰς τὸ Ἀρκουδόρεμα, καὶ οἱ Ἕλληνες τοὺς πῆγαν (1) ἀπὸ κοντὰ καὶ τοὺς ἐπῆγαν ἴσια εἰς τὰ Τρίκορφα. Εἰς ἐκεῖνον τὸν κυνηγημὸν ἐσκοτώθηκαν μερικοὶ Τοῦρκοι, καὶ τοὺς πῆραν καὶ ἄλογα, καὶ ἐμπῆκαν εἰς τὴν Τριπολιτσά οἱ Τοῦρκοι. Σὰν ἐσυνάχθηκε ὅλο του τὸ ἀσκέρι εἰς τὴν Τριπολιτσά, ἐτράβηξεν νὰ πάγει εἰς τὰ κάστρα τῆς Μεσσηνίας, καὶ ὁ Γενναῖος μὲ 4.000 Καρυτινοὺς τοὺς ἐπῆρε ἕως εἰς τὴν Μεσσηνίαν διὰ νὰ μὴ σκλαβώσουν κόσμο εἰς τὸ πέραμά τους· καὶ ὁ Γενναῖος ἐπῆγε ἴσια μὲ τὰ Φλυοτζαροκάμαρα, ἀπὸ τὴν Καλαμάτα δύο ὧρες, καὶ ἔκαμε στάση. Ἐγὼ μαθαίνοντας ὅτι ὁ Ἰμπραΐμης ἀνεχώρησε διὰ τὴν Τριπολιτζά, ἐτράβηξα κατὰ τοῦ Καλαβρύτου τὰ χωριά, ὁποὺ ἦτον προσκυνημένα, καὶ ἔστειλα τὸν Βασίλη τὸν Πετμεζᾶ κατὰ τὸν Ἅγιον Βλάση, τὰ χωριὰ τὰ προσκυνημένα, μὲ 1.500, διὰ νὰ πάρει τὰ προσκυνοχάρτια καὶ νὰ στείλει τοὺς προύχοντας καὶ νὰ τοὺς δώσω προσκυνοχάρτι τοῦ Γένους. Τὴν ἴδια ὥραν ἦλθαν καὶ 500 Ἀργεῖοι, καὶ τοὺς ἔστειλα στὸν Βασίλη Πετμεζᾶ. Κεφαλὴ αὐτῶν εἶχε ὁ Τσόκρης τὸν Νέζον καὶ τὸν γυναικάδελφόν του. Καὶ ἔπιασε τὸν Ἅγιο Βλάση καὶ μοῦ ἔστειλεν τὰ προσκυνοχάρτια.
Τότενες εἴμεθα εἰς τὸ Σπήλαιον, ἐγὼ, ὁ Λόντος, οἱ Πετιμεζαῖοι ὅλοι, Λεχουρίτης, Σωτὴρ Θεοχαρόπουλος, καὶ Μπενιζέλος Ροῦφος. Ἦτον καὶ τὸ χηρευάμενον στράτευμα τοῦ Γιάννη Νοταρᾶ μὲ τὸν Λόντο. Τοὺς εἶπα: «Ἄϊτεστε νὰ πᾶμε εἰς τὰ προσκυνημένα χωριά, καὶ νὰ τραβήξωμεν κατὰ τὴν Πάτρα». Αὐτοὶ μοῦ εἶπαν, ὅτι: «Τράβα ἐμπρός, καὶ αὔριο ἐρχόμεθα» καὶ ἔμειναν ἕως 400 εἰς τὸ μοναστήρι. Ἐγὼ ἐπῆρα τοὺς ἐδικούς μου καὶ ὁ Γκολφίνος Πετμεζᾶς 400 καὶ ἐπήγαμε εἰς ἕνα χωριὸ λεγόμενο Πετζάκους. Ἔστειλα εἰς τὰ προσκυνημένα χωριὰ νὰ μοῦ στείλουν τὰ προσκυνοχάρτια τῶν Τούρκων καὶ νὰ τοὺς δώσω τοῦ Ἔθνους. Πρὶν νὰ κινήσω διὰ τὰ προσκυνημένα χωριά, ὁποὺ ἤμουν εἰς τὸν Ἅγιον Γεώργιον, ἔγραψα ἕνα γράμμα εἰς τὴν Κυβέρνηση καὶ τῆς ἔλεγα: «Νὰ μὲ στείλουν στρατεύματα, πολεμοφόδια, διατὶ ἡ πατρὶς κινδυνεύει ἀπὸ τὸ προσκύνημα, καὶ ἂν ἠξεύρετε καμμιὰ μηχανὴ νὰ τρέφονται μὲ τὸν ἀέρα τὰ στρατεύματα, σᾶς παρακαλῶ νὰ μοῦ τὴν στείλετε. Ἂν ἠξεύρετε ὅτι εἶναι καμμιὰ μηχανὴ νὰ κάνει τὸ χῶμα μπαρούτι καὶ τὲς πέτρες μολύβι, στείλετέ μου τὸν μηχανικὸν διὰ νὰ τὸ κάμωμεν, ἐπειδὴ καὶ ἀκόμη τέτοια ἐφεύρεση δὲν τὴν ἔκαμαν οἱ ἄνθρωποι, σᾶς λέγω στείλετέ μου ὅλα αὐτά». Τὸ γράμμα τὸ ἔδωσα ἑνὸς καλογήρου καὶ τὸν ἐπιφόρτισα νὰ ὁμιλήσει εἰς τὴν Κυβέρνηση διὰ τὸν κίνδυνον τῆς Πατρίδος. Ὁ καλόγηρος ἐπῆγε εἰς τὸ Ἀνάπλι, καὶ τοὺς εἶπε νὰ συναχθοῦν εἰς τὸ Βουλευτικὸ νὰ τοὺς διαβάσει ὅσα ἦτον ἐπιφορτισμένος νὰ τοὺς εἰπεῖ ἀπὸ μέρους μου. Ἔτζι ἐσυνάχθηκαν, ἐδιάβασαν τὸ γράμμα, τοὺς εἶπε ὅσα τοῦ εἶχα παραγγολή (1) νὰ εἰπεῖ στοματικῶς. Ἕνας βουλευτὴς εἶπε: «Τί τὰ θέλει τὰ πολεμοφόδια; Αὐτὸς ἔχει πενήντα ἀνθρώπους». Ὁ καλόγηρος τοὺς ἐβεβαίωσε, ὅτι ἔχω 4.000 πλὴν δὲν τὸν ἐπίστευσαν. Ἔστειλε τὸ Βουλευτικὸ τὸν Ἀναγνώστην Ζαφειρόπουλον ἀπὸ τὸ Ζυγοβίτσι καὶ τὸν Ἀναγνώστη Παπαγιαννακόπουλον διὰ νὰ ἰδοῦν τὴν κατάστασιν τῶν στρατευμάτων καὶ τῶν ἐπαρχιῶν. Αὐτοὶ ἦλθαν εἰς τὸν Ἅγιον Γεώργιον· τοὺς εἶπα ὅτι: «Ἡ Πατρὶς μας κινδυνεύει». Μὲ εἶπαν τὰ ὅσα ἦτον ἐπιφορτισμένοι νὰ μὲ εἰποῦν: «Νὰ κατέβω εἰς Ἄργος νὰ ἑνωθοῦμεν καὶ ἔπειτα νὰ κινήσουν ὅλοι πανστρατιά». Ἐγώ, ἂν τοὺς ἤκουα καὶ ἐπήγαινα εἰς τὸ Ἄργος, ἡ Πατρὶς ἐχάνετο, διατὶ οἱ περισσότερες ἐπαρχίες ἤθελαν προσκυνήσει, ἀκούοντας ὅτι ὁ Κολοκοτρώνης πάει κατὰ τὸ Ἄργος. Τοὺς εἶπα: «Νὰ πᾶτε πίσω νὰ τοὺς εἰπῆτε στοματικῶς καὶ τὸ κάμνω καὶ διαγράφου: ὅτι νὰ κινηθοῦν ὅσοι βαστοῦν ἄρματα καὶ πιστεύουν Χριστὸ καὶ ἀγαποῦν τὴν Πατρίδα. Κρῆτες, Ἀϊβαλιῶτες, ὅ,τι εἶδος στρατεύματα καὶ ἂν ἦτον, καὶ ἂς ἐλθοῦν νὰ ἀπαντήσωμεν καὶ αὐτὸν τὸν μεγάλον κίνδυνον, καὶ ἐγὼ γίνομαι μικρότερος ἀπὸ ὅλους. Νὰ μοῦ στείλουν καὶ πολεμοφόδια καὶ διὰ ζωοτροφίες θὰ κάμω ὅ,τι ἠμπορέσω. Μὲ νερὸ καὶ μὲ τὰ λείψανα τῶν προβάτων ἠμποροῦμε νὰ περάσωμεν». - Ἐπῆγαν καὶ οὔτε ἀπόκρισιν μοῦ ἔδωσαν, οὔτε ζωοτροφίες, οὔτε πολεμοφόδια, οὔτε χαρτὶ νὰ γράφω διαταγές, οὔτε τοὐλάχιστον ἕνα παρηγορητικὸ γράμμα δὲν ἔστειλαν εἰς τὲς ἐπαρχίες, καὶ ἀμπαντονάρισαν (2) καὶ ἐμένα καὶ τὸν λαὸν τῆς Πελοποννήσου. Σὰν εἶδα αὐτή τους τὴν ἀδιαφορία, ἐκίνησα γιὰ τὸ Μέγα Σπήλαιον καὶ ἐνέργησα ὅσα εἶπα νωρίτερα.
Ὁ Ντελῆ Ἀχμὲτ πασὰς ἀπὸ τὴν Πάτρα ἐβγῆκε, ἐπλάκωσε μὲ τὰ προσκυνημένα στρατεύματα τοὺς Κορινθίους καὶ μέρος ἀπροσκυνήτων Βοστιτζάνων εἰς τὴν Ἁγίαν Παρασκευή, καὶ ἐσκότωσε περίπου τῶν 100 Ἑλλήνων - οἱ περισσότεροι ἀπὸ τὴν Κόρινθον, ἐπὶ κεφαλῆς ὁ Χελιώτης. Ἐσκοτώθηκαν καὶ δύο καπεταναῖοι καλοί. Ὁ πασὰς ἐγύρισεν εἰς τὴν Πάτρα. Ὅταν ἐβγῆκα εἰς τοὺς Πετζάκους, ἐπῆγαν εἰς τὴν Πάτρα οἱ προσκυνημένοι καὶ εἶπαν τοῦ πασᾶ, ὅτι ὁ Κολοκοτρώνης ἔχει ὀλίγους στρατιῶτες καὶ ὁ Βασίλης Πετιμεζᾶς, καὶ νὰ ἔλθουν νὰ μᾶς χαλάσουν. Ὁ Ντελῆ Ἀχμὲτ Πασὰς ἐδέχθηκε τὴν γνώμην τους, ἐκίνησε μὲ 6.000 Τούρκους, καὶ ὁ Νενέκος μὲ 2.000 προσκυνημένους Ἕλληνας. Ἦλθαν εἰς τὲς Λάπατες, 3 ὧρες μακρὰ ἀπὸ ἐκεῖ ὅπου ἦτο ὁ Πετιμεζᾶς, καὶ μία ὥρα ἀπὸ ἐμένα. Εἶχα γράψει εἰς τὸ μέγα Σπήλαιον νὰ ἐλθοῦν ὁ Λόντος, Σ. Θεοχαρόπουλος, Ν. Πετιμεζᾶς, Λεχουρίτης, καὶ μοῦ ἔλεγον σήμερον - αὔριον ἀκόμη, καὶ δὲν ἦτον φερμένοι. Ἕνας καπετάνιος ἀπὸ τοὺς προσκυνημένους ἐκίνησε ἀπὸ τὸ ἴδιο χωριὸ ποὺ ἤμουνα ἐγώ, ἀπὸ τοὺς Πετζάκους, ἐπῆγε εἰς τοὺς Τούρκους, εἶπε ὅτι: «Ὁ Κολοκοτρώνης εὑρίσκεται μὲ μόνον 400 εἰς τοὺς Πετζάκους καὶ νὰ πᾶμε νὰ τὸν κτυπήσωμεν.» Ἀκούοντας ὁ πασὰς τοῦ καπετάνιου τὰ λόγια, εὐθὺς τὸ βράδυ ἐσύναξε ὅλους τοὺς καπεταναίους, νὰ κάμουν (6) συμβούλιον διὰ νὰ ἐλθοῦν νὰ μὲ βαρέσουν. Ἐκεῖ ὁποὺ ἐσυνάχθηκαν, ὡμίλησεν ὁ πασὰς καὶ τοὺς εἶπε, ὅτι: «Μοῦ ἦλθε εἴδησις ὅτι ὁ Κολοκοτρώνης εἶναι εἰς τοὺς Πετζάκους μὲ 400 καὶ νὰ πᾶμε νὰ τὸν κτυπήσωμεν». Ἕνας καπετάνιος προσκυνημένος λεγόμενος Σταμάτης Μποτιώτης εἶπε: «Δὲν πᾶμε εἰς τοὺς Πετζάκους. Ἐμεῖς ἕνα βασιλέα ἔχομε, δὲν πᾶμε νὰ τὸν χαλάσομε καὶ αὐτόν». Τοῦ τὸ εἶπαν τοῦ πασᾶ καὶ ὁ πασὰς ἐγέλασε καὶ τοὺς εἶπε: «Ποῦ θέλετε νὰ πᾶμε λοιπὸν νὰ βαρέσομε;» Ὁ ἴδιος καπετάνιος ἀπεκρίθηκε, ὅτι: «Νὰ πᾶμε νὰ κτυπήσωμεν τὸν Πετιμεζᾶ, ὁποὺ εὑρίσκεται μὲ 2.000 εἰς τὸν Ἅγιο Βλάση». Ἔτζι ἔμειναν μὲ τὴν ἀπόφασιν νὰ πᾶν νὰ κτυπήσουν τὴν νύκτα τὸν Β. Πετιμεζᾶ.
Δύο ἀδέλφια ἀπὸ τοὺς προσκυνημένους κόβουν καὶ μοῦ λέγουν, ὅτι: «Θὰ ἔλθουν ἐπάνω σου». Ἐγώ, καὶ δὲν τὸ εἶπα τῶν Ἑλλήνων, ἀφήνω τὸν ἀγιουτάντε μου καὶ Οἰκονομόπουλον ἀπὸ Στεμνίτσαν καὶ τὸν Καραχάλιο μπαϊρακτάρη μου, καὶ τοὺς ἄφηκα εἰς τὸ χωριό, καὶ τοὺς εἶπα, βγαίνω ἔξω νὰ κοιμηθῶ - καὶ τὸ χωριὸ ἦτον δυνατὸ νὰ πολεμήσει - μὲ τὸν στοχασμό: ἂν εἶμαι ἔξω τοὺς βγάνω, ἂν δὲν εἶμαι δὲν ἔρχονται εἰς βοήθειά μου. Καὶ ἔτζι ἐβγῆκα εἰς τὸ κεφάλι τοῦ χωριοῦ, εἰς ἕνα καταράχι, καὶ ἐστάθηκα καραούλι, βάρδια, ὅλη τὴ νύχτα μὲ 10 νομάτους. Καὶ οἱ Τοῦρκοι ἐξημερώθηκαν στὸν Ἅγιο Βλάση, στὸν Βασίλη τὸν Πετιμεζᾶ, καὶ εἰς τοὺς Ἀργείους, καὶ ἔκαμαν ὀλίγον ἀκροβολισμόν, καὶ ἀνεχώρησαν οἱ δικοί μας. Αἵματα δὲν ἐχύθηκαν εἴτε ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος, εἴτε ἀπὸ τὸ ἄλλο. Καὶ οἱ Ἀργεῖοι ἀνεχώρησαν διὰ τὸ Ἄργος. Ὁ Βασίλης Πετιμεζᾶς δὲν τοὺς εἶδε, οὔτε ἐγώ. Ἔτζι ὁ Βασίλης ἔμεινε εἰς τὲς θέσεις, Ἅγιον Βλάση, καὶ οἱ Τοῦρκοι ἐπίστρεψαν εἰς τὴν Πάτραν μ᾿ ὅλους τοὺς προσκυνημένους. Τὴν ἄλλην ἡμέραν ἦλθεν ὁ Λόντος, ὁ Νικολάκης Πετιμεζᾶς, ὁ Θεοχαρόπουλος, ὁ Ροῦφος, ὁ Λεχουρίτης μὲ τοὺς τετρακοσίους ποὖτον εἰς τὸ μοναστήρι, καὶ ἐγὼ ὀρδινιαζόμουνα ἀπὸ τοὺς Πετζάκους νὰ φύγω, γιατὶ δὲν ἤξευρα ποῖοι οἱ προσκυνημένοι καὶ ποῖοι ὄχι, καὶ ἐπῆγα εἰς τὴν Κερπινή (1) ποὖναι δυνατότερος ὁ τόπος. Καὶ ὁ Λόντος μοῦ εἶπε μὲ τοὺς ἄλλους: «Γέροντά μου, νὰ κάτσομε ἐδῶ». Τοὺς εἶπα: «Εἶσθε ὅλοι ἄπιστοι καὶ δὲν ἠξεύρω τί νὰ κάμω. Ἐγὼ ἀναχωρῶ νὰ κάμω στράτευμα ἐδικό μου καὶ ἐσεῖς μείνετε στὴ θέση τὴν ἐδικήν μου.». Πηγαινάμενος εἰς τὴν Κερπινή, ἔστειλα τὸν ἀγιουτάντε μου τὸν Φωτάκο, καὶ ἐπῆγε γυρεύοντας διὰ νὰ φθάσει ὁ Γενναῖος καὶ ὁ Κολιόπουλος. Καὶ ὁ Γενναῖος ἦτον εἰς τοῦ Φρετζάλη, καὶ ὁ Κολιόπουλος ἐσύναξε στρατεύματα καὶ σὲ 5 ἡμέρες ἔφθασαν 5 χιλιάδες. Μαθαίνοντας ὁ Λόντος καὶ ἡ συντροφιά του, ὅτι ἔφθασαν τὰ στρατεύματα τὰ ἐδικά μου, ἀνεχώρησαν διὰ τὸ Ἄργος, καὶ ὄχι ὅτι ἔφθασαν τὰ στρατεύματα τὰ ἐδικά μου, ἀλλ᾿ ἔμαθαν ὅτι ὁ Δελῆ Ἀχμὲτ πασὰς ἐπήγαινε νὰ συνάξει τὴν σταφίδα. Ἀφοῦ ἀπελπίσθηκαν νὰ συνάξουν αὐτοὶ τὴν σταφίδα, τότε ἀνεχώρησαν, ἐπειδὴ δι᾿ αὐτὸ ἐκεῖ ἐκάθοντο. Ἅπλωσα τὰ στρατεύματα εἰς τὰ προσκυνημένα χωριά, καὶ ἔκαμα διαταγές, ὅτι ὅγοιο χωριὸ δὲν γυρίσει πίσω εἶναι τὰ σπίτια του καημένα, τὰ ἀμπέλια τους καημένα, θὰ τοὺς ἀφανίσω ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς γῆς καὶ ὅτι ἂν ἐπιστρέψει, τὸ ἔθνος θὰ τοὺς συγχωρήσει, καὶ ἄλλα περισσά, φοβέρες. Ἐὰν στοχασθῆτε, ὅτι ὁ Ἰμπραΐμης θὰ σᾶς δώσει ἀπὸ 500 νὰ φυλᾶτε τὰ χωριά σας, εἶσθε γελασμένοι, διατὶ δὲν ἔχει τόσο στράτευμα, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος θὰ φεύγουν ἐκεῖνοι καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο θὰ ἐρχόμεθα ἐμεῖς νὰ καῖμε, καὶ νὰ σκοτώνουμε». - Λαμβάνοντας τὲς προσταγὲς τὲς ἔδειξαν τοῦ Ἰμπραΐμη, καὶ εἶπε ὅτι: «Ἐγὼ θὰ δείξω πόλεμο τοῦ Κολοκοτρώνη». Καὶ ἔτζι ἐγύρισαν ὀπίσω τὰ χωριά, ὁποὺ ἦταν προσκυνημένα, καὶ ἐπαίρνανε ὀπίσω τὰ προσκυνοχάρτια, καὶ τοὺς δίδαμε τοῦ ἔθνους. Καὶ ἔτζι ἐγύρισαν ὀπίσω εἰς τὰ χωριά τους, διὰ νὰ μὴ τοὺς κάψουν τὰ σπίτια τους. Καὶ ἐτράβηξα μὲ 8.000, καὶ ἐτραβήξαμε κατὰ τὴ Βοστίτζα, καὶ βγαίνοντας στὴν Βοστίτζα ἀγνάντια στὰ ψηλώματα, ἐβγάλαμε ἀνθρώπους νὰ τοὺς πλανέσομε διὰ νὰ ἐβγοῦν εἰς πόλεμον. Οἱ Τοῦρκοι δὲν εἶχον σκοπὸν νὰ πολεμήσουν, ἀλλὰ νὰ τρυγήσουν, καὶ εἰς τὴν ἄκρη τοῦ κάμπου εἶχαν τὴν καβαλλαρία τους, διὰ νὰ μὴν κατεβαίνουμε. Καὶ ἐκαθήσαμεν δύο ἡμέρες καὶ ἐπροκάλεσα, καὶ αὐτοὶ δὲν εἶχαν τὸν νοῦν τους διὰ πόλεμον. Βλέποντας ὅτι εἴμεθα ἄχρηστοι καὶ δὲν ἔχομε καὶ προβιζιόνες νὰ σταθοῦμε ἐκεῖ, ἐπῆρα τὸν Γενναῖον μὲ τὸ μισὸ στράτευμα, καὶ ἐτράβηξα εἰς τὸν Ἅγιον Βλάσην καὶ τὸν Κολιόπουλον, Μελετόπουλον, Πετιμεζάδες, τοὺς ἄφηκα Πάτρας καὶ Βοστίτζας χωριά. Πηγαινάμενος εἰς τὸν Ἅγιον Βλάση, λαβαίνοντας ἕνα γράμμα ἀπὸ τὸ φρούριο τῆς Καρύταινας, καὶ λέγει ὅτι: «Ἡ Μεσσηνία πραγματεύεται νὰ προσκυνήσει - τὸν Νικήτα εἶχα ἀφήσει στὴν Μεσσηνία μὲ στράτευμα καὶ οἱ στρατιῶτες τοῦ ἔφυγαν (2) ἀπὸ τὴν πείναν - μόνον νὰ φθάσετε τὸ γληγορότερο νὰ μὴν πάθουμε καμμίαν». Ἄφηκα τὸν Γενναῖον, καὶ ἐπαράγγειλα καὶ τοῦ Κολιόπουλου νὰ σταθοῦν νὰ παρατηροῦν τὰ κινήματα τοῦ Δελῆ Ἀχμὲτ πασᾶ, καὶ τὸ προσκύνημα, ποὺ ἀρχίνησαν εἰς τὴν Γαστούνη καὶ Πύργον, καὶ ἐγὼ ἀνεχώρησα μὲ 200 σωματοφύλακας. - Ὁ πασὰς ἀπὸ τὴν Πάτρα συνάζει τὰ στρατεύματα καὶ τοὺς προσκυνημένους, καὶ πάει κατὰ τὸν Κολιόπουλο εἰς τὴν Καυκαριὰ - δυνατὸς τόπος - μόνον ἕνα ἔκαμε ὁ Κολιόπουλος, ὁποὺ δὲν ἔδωσε εἴδησιν τοῦ Γενναίου (3), ποὖτον 6 ὧρες μακρά· πλὴν ὁ Κολιόπουλος δὲν ἐνόμισε ὅτι πᾶνε ἐπάνω του οἱ Τοῦρκοι - καὶ ὡς ἐπήγαιναν ἀπάνου του, ἔκαμε ἕναν πόλεμον δυνατόν. Ἐσκοτώθηκαν ἕως 150 Τοῦρκοι, καὶ ἀπὸ τοὺς δικούς μας δὲν ἔπαθε κανεὶς τίποτε. Ἦτον μὲ τὸ Κολιόπουλον ὁ Χρίστος Φωτομάρας, ὁ Μελετόπουλος, ὁ Νικ. Πετμεζᾶς, καὶ ἄλλοι, ἦτον 2.000 καὶ οἱ Τοῦρκοι 8.000· καὶ ἔτζι ἐτράβηξε πάλιν ὁ πασὰς Δελῆ Ἀχμέτης καὶ ἐκατέβη εἰς τὴν Πάτραν καὶ εἰς τὴν Γαστούνην· ἔκαμε κατὰ τὴν Δίβρην· ἀμέσως καὶ ἡ Δίβρη καὶ τἄλλα χωριὰ ἐπροσκύνησαν. Ἀφοῦ ἔμαθεν ὁ Γενναῖος, ποὺ ἦτον εἰς τὸ Λιβάρτζι ἐναντίον των Τούρκων καὶ τῶν προσκυνημένων, καὶ ἐστρατοπεδεύθη εἰς τοὺς Παραλόγγους, ἀπέναντι τοῦ στρατοπέδου τοῦ Τούρκου μίαν ὥραν. Μαζὶ ἦτον καὶ ὁ Χρύσανθος, τὸ Σισινόπουλο (1) καὶ Θάν. Κουμανιώτης. Βλέποντας οἱ Τοῦρκοι τὸν Γενναῖον, σηκώθηκαν καὶ ἐτράβηξαν κατὰ τοῦ Λάλα. Ἔστειλεν ὁ Γενναῖος κοντά τους διάφορα σώματα καὶ ἐκτυπιόνταν, καὶ ἐβάρησαν τὴν πισινέλα τοῦ Τούρκου, καθὼς ἐκτυπήθηκε, καὶ μ᾿ ἕνα μπουλούκι εἰς τὸ γεφύρι τῆς Νεμούδας. Εἰς αὐτὸν τὸν ἀκροβολισμὸν ἐσκοτώθηκαν 40 Τοῦρκοι, πέντε ἐπιάσθηκαν, καὶ τρεῖς Ἕλληνες ἐσκοτώθηκαν. Ἐτράβηξεν ἐκεῖ ὁ πασὰς βιαίως ἀπὸ Γαστούνην καὶ Πάτρα, ὁ δὲ Γενναῖος ἐπέστρεψεν εἰς τὴν Δίβρη διὰ νὰ τιμωρήσει τοὺς προσκυνημένους καὶ νὰ τοὺς γυρίσει εἰς τὸ ρωμαίϊκο, καθὼς καὶ ἐπέστρεψαν εἰς τὸ ἔθνος καὶ αὐτοὶ καὶ ὅλα τὰ πέριξ χωρία. Ἐπροσκύνησε καὶ ὁ Πύργος καὶ τοὺς ἔγραψε δύο γράμματα ὁ Γενναῖος, καὶ ὄχι μόνον δὲν ἤκουσαν, ἀλλ᾿ ἐπροσκάλεσαν καὶ τοὺς ἐπαρχιώτας τοῦ Φαναριοῦ νὰ προσκυνήσουν καὶ αὐτοί. Ὅθεν ἐβιάσθη ὁ Γενναῖος διὰ νὰ πάγει νὰ κάμει μερικὲς ζημίες· ἔκαψε σπίτια διὰ νὰ παραδειγματισθοῦν καὶ ἄλλοι πρὸς σωφρονισμόν.
Ἐγὼ ἐτράβηξα, ὡς εἶπα, καὶ ἐπέρασα τὴν ἐπαρχίαν Καλαβρύτου, Καρύταινας καὶ Λεονταριοῦ, καὶ ἐπέρασα στὴν Μεσσηνίαν, ὁποὺ ἦτον ὁ Νικήτας, εἰς τὸ χωριὸ Ζαβάζικα, κάτου εἰς τὰ καλύβια, στὴν Καλαμάτα δύο ὧρες. Καὶ εἰς τὸν πηγαιμό μου ἐμάζευα στρατεύματα καὶ ἐγινήκαμε ὡς χίλιοι Ἀρκαδιανοί, Ἀνδρουσανοὶ ἢ Μηλακιῶτες διὰ τρεῖς ἡμέρες χίλιοι. Τροφὲς (2) δὲν εἶχα· ἐδιάταξα τὰ χωριὰ καὶ ἐπῆρα διακόσια πινάκια γέννημα καὶ χίλια σφαχτὰ διὰ τὸ στράτευμα. Οἱ Πατραῖοι, οἱ Καλαβρυτινοὶ καὶ μέρος Φαναρίτες, ὁποὺ ἦτον προσκυνημένοι, γράφουν τοῦ Ἰμπραΐμη νὰ μὴ μᾶς τυραννάει. Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος ἡμεῖς, ἀπὸ τὸ ἄλλο ἡ Καρύταινα. Ὅσο ἡ Καρύταινα ζωντανή, δὲν ἡσυχάζομεν. Τὸ προσκύνημά μας δὲν ὠφελεῖ. Ὁ Ἰμπραΐμης ἐπῆρε ἕνα μέτρο, καὶ ἔστειλε τὸν Κεχαγιά του μὲ χίλιους μὲ τσεκούρια καὶ μὲ ἄρματα καὶ ἔστειλε στὴν Μεσσηνία νὰ βάλουν φωτιὰ καὶ τσεκούρι. Ὅσα δὲν ἐκαίονταν, νὰ βάνει τσεκούρι, ἐλαιῶνες, συκιές, μουριές. Ἔστειλε καὶ πέντε χιλιάδες καβαλλαραίους γιὰ νὰ στέκουν εἰς τὴν ἄκρη, στοὺς κάμπους, νὰ μὴν κατεβαίνουν οἱ Ἕλληνες καὶ τοὺς πολεμοῦν. «Καὶ ἡ ζωή σου, ἔλεγε στὸν Κεχαγιά, θὰ μὲ πληρώσει τὴν ζωὴν ὁποιουδήποτε φονευθεῖ, διότι δὲν σὲ στέλνω νὰ πολεμήσεις, ἀλλὰ νὰ καύσεις». Καὶ ἐκεῖνος ἐσύναξε τὸ στράτευμα καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν Ζαχάρω, τὸ λοιπὸ ποὺ τοῦ ἔμεινε· καὶ ἐπρόσταξε νὰ συναχθοῦν οἱ προσκυνημένες ἐπαρχίες νὰ πᾶν νὰ χαλάσουν τὴν Καρύταινα. Τοῦ Κεχαγιᾶ του τοῦ ἔδωκε μίαν προσταγὴ νὰ στείλει νὰ προσκυνήσουν εἰς τοὺς Μεσσηνίους, εἰμὴ καὶ δὲν προσκυνήσουν, νὰ ἀρχίσει τὸ ἔργον του· καὶ τὴν προσταγὴ τὴν ἔδωσε εἰς δύο σκλαβωμένους Γαστουναίους σκλάβους καὶ τὴν ἤφεραν ἐκεῖ ὁποὺ ἔντεσα καὶ ἐγώ. Διαβάζοντας τὴν διαταγήν, ποὺ ἦτον τόσον σφοδρά, τοῦ ἀποκρίθηκα, ὄχι ἀπὸ μέρος μου, ἀπὸ μέρος τοῦ λαοῦ τῆς Μεσσηνίας, ὅτι: «Αὐτὸ (3) ὁποὺ μᾶς φοβερίζεις, νὰ μᾶς κόψεις καὶ κάψεις τὰ καρποφόρα δένδρα μας, δὲν εἶναι τῆς πολεμικῆς ἔργον, διατὶ τὰ ἄψυχα δένδρα δὲν ἐναντιώνονται εἰς κανένα, μόνον οἱ ἄνθρωποι ὁποὺ ἐναντιώνονται ἔχουνε στρατεύματα καὶ σκλαβώνεις· καὶ ἔτζι εἶναι τὸ δίκαιον τοῦ πολέμου· μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ὄχι μὲ τὰ ἄψυχα δένδρα· ὄχι τὰ κλαριὰ νὰ μᾶς κόψεις, ὄχι τὰ δένδρα, ὄχι τὰ σπίτια ποὺ μᾶς ἔκαψες, μόνον πέτρα ἀπάνω στὴν πέτρα νὰ μὴν μείνει, ἡμεῖς δὲν προσκυνοῦμε. Τί, τὰ δένδρα μας ἂν τὰ κόψεις καὶ τὰ κάψεις, τὴν γῆν δὲν θέλει τὴν σηκώσεις καὶ ἡ ἴδια ἡ γῆς ποὺ τὰ ἔθρεψε, αὐτὴ ἡ ἴδια γῆ μένει δική μας καὶ τὰ ματακάνει. Μόνον ἕνας Ἕλληνας νὰ μείνει, πάντα θὰ πολεμοῦμε καὶ μὴν ἐλπίζεις πὼς τὴν γῆν μας θὰ τὴν κάμεις δική σου, βγάλτο ἀπὸ τὸ νοῦ σου». Λαβαίνοντας τὴν ἀπόκρισιν ὁ Κεχαγιάς, τῆς εὐθὺς ἔβαλε τὸ ἔργον του, φωτιὰ καὶ τσεκούρι. Καὶ ἡμεῖς τὸ κεντήσαμε τὸ στράτευμά του εἰς πόλεμο, καὶ αὐτοὶ δὲν ἐκινιόταν εἰς πόλεμον, μόνε τὸ ἔργον τους. Καὶ πᾶνε τὴ νύκτα μερικοὶ Ἕλληνες καὶ ἔπιασαν τέσσερους Βουλγάρους ζωντανοὺς καὶ τοὺς ἐξέτασα καὶ μοῦ εἶπαν τὴν προσταγὴ νὰ μὴν κάμουν πόλεμον, μόνε νὰ κοιτάξουν τὴ δουλειά. Ἐγὼ τότενες ἐπέρασα εἰς τὸ Ἁρμυρὸ καὶ ἐκεῖ ἐσυνομίλησα μὲ τοὺς καπεταναίους καὶ ἄλλους Μανιάτες, νὰ βροῦμε ἕνα καΐκι νὰ στείλομε εἰς τοὺς ναυάρχους τὸ γράμμα τοῦ Ἰμπραΐμη καὶ τὴν ἀπόκριση τοῦ λαοῦ, ὁποὺ ἦτον ἀνοικτὰ ἀπ᾿ ἔξω ἀπὸ τὴ Μεσσηνία, ἢ ὅπου τοὺς βροῦν. Καὶ εἶχε ὁ Παναγιώτης Καπετανιάνος Γιαννέας μία σκαμπαβία καὶ τῆς δώκαμε δέκα πέντε τάλλαρα καὶ τὰ γράμματα καὶ ἕνα γράμμα μου, καὶ ἔλεγα: «Ἰδοὺ τί κάνει ὁ ἐχθρὸς τῶν Ἑλλήνων». Καὶ ἐπῆγε γυρεύοντας ὅθεν τοὺς εὕρει. Καὶ ἐγὼ ἐτράβηξα καὶ ἐπῆγα μὲ τὸν Μούρτζινο καὶ εἶπα: «Τί κάνετε, ἀδέλφια; Νὰ πιάσωμεν τὸν Ἁρμυρὸ ποὺ ἔχω καὶ χίλιους στρατιώτας Πελοποννησίους». Καὶ ἔτσι ἐσυνάχθησαν καὶ ἐκίνησαν καὶ ὁ Ἀναστάσης Μαυρομιχάλης καὶ ἄλλοι καπεταναῖοι τῆς Μάνης καὶ ἐπῆγαν εἰς τὸν Ἁρμυρό. Τὴν ἴδια ἡμέρα ἔλαβα ἕνα γράμμα ἀπὸ Καρύταινα ἀπὸ τὸν Βασίλη Ἁλωνιστιώτη, ὅτι: «Τὸ Φανάρι ἀρχίζει νὰ προσκυνεῖ, μόνε πάρε μέτρα». Τῆς εὐθὺς ἔκραξα τὸν Μούρτζινο καὶ τοὺς καπεταναίους καὶ τὸν Νικήτα, καὶ ἐγὼ παίρνω διακοσίους νὰ περάσω ἀπὸ τὴν Καρύταινα, Λιοντάρι νὰ μάσω στρατεύματα, νὰ πάω κατὰ τὸ Φανάρι, νὰ ἔχω καὶ ἔγνοια, ὅτι ὁ Ἰμπραΐμης ἦτον εἰς τὴν Ζαχάρω καὶ ἐσύναζε στρατεύματα. Καὶ ἔτσι σὲ εἰκοσιτέσσερες ὧρες εὑρέθηκα στὴν Καρύταινα, καὶ ἔστειλα στρατεύματα κατὰ τὸ Φανάρι. Ἡ μὲν σκαμπαβία ἔντεσε νὰ εὕρει τὴν γαλλικὴν ἀρμάδα καὶ δίνοντας τὰ γράμματα τοῦ ναυάρχου τοῦ Γάλλου, ἔκαμε σινιάλο καὶ ἐμαζώχθηκαν καὶ οἱ τρεῖς Ναύαρχοι καὶ ἐδιάβασαν τὰ γράμματα καὶ δὲν ἐπίστευσαν, ὅτι εἶναι ἀληθινὸ ἐκεῖνο ὁποὺ κάνει ὁ Μπραΐμης, γιατὶ αὐτοὶ τοῦ εἶχαν στείλει πρῶτα νὰ παύσει τὸν πόλεμο, πλὴν ἐκεῖνο τὸ σκυλὶ δὲν ἄκουε καὶ ἐτήραε τὴν ἔχθρα, τὸ πάθος ὁποὺ εἶχε εἰς τοὺς Ἕλληνας. Τότε ἔκραξαν τὸν ἀείμνηστον καὶ μακαρίτην Ἅμιλτον καὶ μία φραντσέζικη καὶ ρούσικη φρεγάδα, καὶ ἦλθαν εἰς τὸ Ἁρμυρὸ νὰ ἰδοῦν ἂν τὰ γραφόμενα ἦτον ἀληθινά. Καὶ ἦλθαν εἰς τὸ Ἁρμυρὸ καὶ ἐβγῆκαν καὶ εὑρῆκαν τοὺς καπεταναίους ποὺ ἦτον μεινεμένοι ἐκεῖ. Ἀπὸ τὸ Ἁρμυρὸ ἕως τὴν Καλαμάτα εἶναι μιάμιση ὥρα ὁ τόπος ποὺ ἔκοβαν καὶ ἔκαιαν, καὶ οἱ καπεταναῖοι τοὺς ἔδειχναν τὸ τί κάνει ὁ Ἰμπραΐμης. Ἐμβῆκαν σὲ τρεῖς φελοῦκες οἱ τρεῖς κομαντάντηδες καὶ ἐβγῆκαν εἰς τῆς Καλαμάτας τὸ ποτάμι, ποὺ εἶναι ἀπὸ τὸ Ἁρμυρὸ ὥρα μιάμιση, καὶ ἔκραξαν τὸν Κεχαγιὰ καὶ τοῦ εἶπαν νὰ παύσει τὴν φωτιὰ καὶ τὸ τσεκούρι. Καὶ αὐτὸς τοὺς ἀπεκρίθηκε: «Ἡ προσταγή μου εἶναι νὰ καίω καὶ νὰ κόβω ἀπὸ τὸν ἀνώτερόν μου». - «Διατί οἱ τρεῖς δυνάμεις τοῦ ἔστειλαν γράμμα νὰ κάμει ἀνακωχή, καὶ αὐτὸς κάνει πράγμα ποὺ δὲν εἶναι πράγμα τοῦ πολέμου (1) καὶ τῆς ἀνθρωπότητος» - «Ἐγὼ δὲν τὸ ἐξεύρω αὐτό, τὴν προσταγὴ τοῦ ἀνωτέρου μου κάνω, καὶ οἱ Ναύαρχοι καὶ ὁ Ἰμπραΐμης ἂς κάμουν ὅ,τι θέλουν». Καὶ τότε ἀνεχώρησαν οἱ κομαντάντηδες καὶ εὐθὺς ἔκαναν πανιὰ καὶ ἐπῆγαν εἰς τοὺς Ναυάρχους, καὶ τοὺς ὁμολόγησαν τί εἶδαν καὶ ἤκουσαν ἀπὸ τὸν Κεχαγιὰ τοῦ Ἰμπραΐμη. Καὶ τότενες ἀπεφάσισεν ὁ γενναιότατος Κόδριγκτον καὶ οἱ γενναιότατοι Ροῦσος καὶ Γάλλος καὶ ἐπῆγαν εἰς τὸ Νιόκαστρο, καὶ τοῦ ἔκαψαν τὴν ἀρμάδα. Καὶ τότενες ὁποὺ ἐπῆγαν εἰς τὸ Ναβαρίνο νὰ ἤθελε εὑρεθοῦν καὶ δύο χιλιάδες Ἕλληνες, ἤθελαν σκοτώσουν τὲς δεκαπέντε χιλιάδες Τούρκους, γιατὶ ἔμεναν (2) εἰς ἀπελπισίαν, καίοντας τὴν ἀρμάδα. Καὶ τότενες ἔπαυσε καὶ τὴν φωτιά, καὶ ἀναχώρησε διὰ τὸ Νιόκαστρο· καὶ ὁ Ἰμπραΐμης, ποὺ ἦτο στρατοπεδευμένος καὶ νὰ πάει στὴν Καρύταινα, ἦλθε στὸ Ναβαρίνο, καὶ τότες ἔπαυσεν ὁ θυμὸς τοῦ πολέμου, στὸν Ὀκτώβριον μήνα. Ἐκείνη τὴν χρονιὰ ἔδωσε ἡ Καρύταινα 900.000 γρόσια εἰς τοὺς στρατιώτας διὰ μισθοὺς διὰ πέντε μήνας, ἀπὸ τὸν Ἰούνιον, Ἰούλιον, Αὔγουστον, Σεπτέμβριον, Ὀκτώβριον. Δὲν ἐστεκόμουν πουθενά, πότε εἰς τὴν Καλαμάταν, πότε εἰς τὴν Μεσσηνίαν, εἰς τὸ Λεοντάρι, Πάτρα, Καλάβρυτα, ποτὲ δὲν ἐξεκαβάλληγα. Διὰ ἕξ μήνας εἶχα 200 σωματοφύλακας, οἱ ὁποῖοι μὲ ἀκολουθοῦσαν παντοῦ. Ἀπὸ τὴν πολλὴν καβάλλα ἀρρώστησα, ἐφούσκωσαν τὰ πόδια μου καὶ τὰ ἀχαμνά (3) μου, ὁποὺ ἂν δὲν εἶχα τὸν Ἀγαμέμνον ἐχάνουμουν. Αὐτὸ τὸ καλοκαίρι ἐχάλασα 20 ρίζιμα χαρτὶ εἰς γράμματα καὶ εἰς διαταγάς. Ἡ Κυβέρνησις ἐτραβήχθηκε εἰς τὴν Αἴγινα καὶ δὲν τὴν ἔμελλε τίποτε, καὶ ἐκεῖ ἔμεινε, καὶ εἶχε μόνον τὰς ἐλπίδας της εἰς τὴν μεσιτείαν τοῦ Στρατφὸρ Κάνιγγ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν (4). Εἶχα ἕξ γραμματικοὺς καὶ ἔγραφαν ἡμέρα καὶ νύκτα, καὶ δὲν ἐπρόφθαναν. Εἰς τὸν καιρὸν τοῦ προσκυνήματος ἐφοβήβηκα μόνον διὰ τὴν πατρίδα μου, ὄχι ἄλλη φορά, οὔτε εἰς τὰς ἀρχάς, οὔτε εἰς τὸν καιρὸν τοῦ Δράμαλη, ὁποὺ ἦλθε μὲ 30.000 στράτευμα ἐκλεκτό, οὔτε ποτέ· μόνον εἰς τὸ προσκύνημα ἐφοβήθηκα. Ἡ Ρούμελη ἦτον ὅλη προσκυνημένη, ἡ Ἀθήνα πεσμένη, τὰ ρουμελιώτικα στρατεύματα διαλυμένα, μόνον ἡ Πελοπόννησος ἦτον μεινεμένη μὲ τὰ δυὸ νησιά, Ὕδρα καὶ Σπέτζες, ὁποὺ εἶχαν δύναμιν. Ὁ Κιουταχὴς εἶχε πάρει προσκυνοχάρτια, ἐπάσχιζε νὰ πάρει καὶ ὁ Ἰμπραΐμης, διὰ νὰ τὰ στείλει εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, καὶ ὅταν ἢ ὁ μινίστρος τῆς Ἀγγλίας ἢ ἄλλης δυνάμεως ἐμεσίτευαν εἰς τὸν Σουλτάνο διὰ τὴν Ἑλλάδα, νὰ τοὺς ἀποκριθεῖ: «Ποία Ἑλλάδα; Ἡ Ἑλλὰς εἶναι προσκυνημένη, νὰ τὰ προσκυνοχάρτια τους. Ἐκτὸς ἀπὸ μερικοὶ κακοὶ ἄνθρωποι, ἰδοὺ οἱ ἄλλοι ἐπροσκύνησαν». Τότε αἱ δυνάμεις δὲν εἶχαν τίποτε νὰ ἀποκριθοῦν, καὶ ἡμεῖς ἐχανόμεθα. Διότι, ἂν δὲν ἐπρόφθανα τὸ προσκύνημα, καὶ ἐπροσκύναε ἡ Πελοπόννησος, τότε τί ἤθελε κάμει καὶ ἡ Ὕδρα καὶ οἱ Σπέτζες; Ἤθελε χαθοῦν. Ἐβάσταξα τὸν κόσμον ἕως ὅτου ἔγινε ἡ ναυμαχία εἰς τὸ Νιόκαστρο, ἦλθε ὁ Κυβερνήτης καὶ ἡ ἐκστρατεία τῶν Φραντζέζων. Εἰς τὰ (1) 1826 ἀρχίνησα διὰ νὰ θαρρύνω τὸν κόσμο, καὶ ἔφτιασα τὰ σπίτια ἀπ᾿ ἔξω ἀπὸ τὸ κάστρο, καὶ πύργο, καὶ ὁ κόσμος ἔλεγε, ὅτι ἂν ὁ Κολοκοτρώνης δὲν ἤξευρε ὅτι θὰ (2) ἐλευθερωθοῦμε, δὲν ἔκτιζε σπίτια, οὔτε ἔβαζε ἀμπέλια σ᾿ ἐθνικὴ γῆ. Καὶ διὰ νὰ ἰδεῖ ὁ κόσμος αὐτόν, ὅτι ἔκανε σπίτια, ἐμψυχώνετο ὁ κόσμος, ἐλάμβανε ἐλπίδες, καὶ ἔτσι τοὺς ἐνθάρρυνα.
Εἰς τὰς 6 Ἰανουαρίου ἦλθε ὁ Κυβερνήτης εἰς τὸ Νάπλι (3), καὶ ἐστάθηκε μία ἡμέρα (διατὶ ἦτον κομάντο ὁ Θεόδωρος (4) Γρίβας), καὶ ἐπῆγε εἰς τὴν Αἴγιναν. Τὸν ἐδέχθη τὸ Βουλευτικὸ καὶ τὸ Ἐκτελεστικό, ὡς Καποδίστριαν· καὶ τότες ἔκαμαν συνέλευσιν, καὶ τοῦ ἔδωσαν τὰ ἡνία τῆς Κυβερνήσεως. Καὶ περάσοντας πέντε - ἕξι ἡμέρες ἐδιέλυσε τὸ Βουλευτικό, καὶ ἔκαμε συμβούλους, Πανελλήνιο, καὶ ἄλλα συστήματα ποὺ εἶχαν οἱ Ἕλληνες, τὸ σύστημα τὸ πολιτικό. Καὶ ἀρχίνησε νὰ ὁδηγήσει καὶ τὰ στρατεύματα καὶ ἔκαμε στρατάρχη τὸν Ὑψηλάντη, καὶ τὸν ἔστειλε στὴν Ἐλευσίνα, στὰ Μέγαρα, καὶ ἐστάθηκε μερικὸν καιρόν. Καὶ ἔστειλε καὶ ἔβαλε Ἀστυνόμον, ἄλλαξεν ὅλα τὰ συστήματα, ἔβαλε τὸν Κουντουριώτην εἰς τὸ Οἰκονομικόν. Καὶ τότε ποὺ ἐκατάφθασε ὁ Κυβερνήτης ἦτον τὰ Πελοποννησιακὰ στρατεύματα κατεβασμένα ἕως τρεῖς χιλιάδες μὲ τὸν Γενναῖο διὰ νὰ πολεμήσουν τὴν τυραννίαν τοῦ Γρίβα, - διατί ἐλογάριαζε νὰ πάει νὰ χαλάσει τὸ Κρανίδι... ἔγραψε ἡ ἐπαρχία. Ὀλίγες ἡμέρες ἀρχύτερα ἦτον σκοτωμένοι οἱ Ἀργεῖοι μὲ τοὺς στρατιώτας τοῦ Γρίβα, καὶ ἐσκοτώθηκαν δέκα. Οἱ στρατιῶτες τοῦ Γρίβα εἴχανε πάρει καὶ ἕνδεκα χιλιάδες γιδοπρόβατα ἀπὸ τοὺς Βαλτιτσαίους ἀπὸ τὰ χειμαδιά τους, διατὶ ἐκρατοῦσε τὸ Παλαμήδι ὁ Γρίβας, (τότε ἐχάλασαν καὶ τὸν ἐλαιώνα, ἔκαψαν καὶ τὸ χωριὸ Φράρη) καὶ τὸ Ἴτζ Καλὲ ἐκρατοῦσε ὁ ἐξάδελφός του Στράτος. Καὶ ὁ Γ. Στράτος ἐκυνήγαε τοῦ Γρίβα τὸ κόμμα, καὶ ὁ Γρίβας ἐκυνήγαε τὸ δικό μας. Τότε ἔπιασε τὸν Γ. Τσόκρη καὶ τοῦ ἐπῆρε δέκα χιλιάδες γρόσια, καὶ ἔπιασε τὸν Ν. Μπούκουρα καὶ τοῦ ἐπῆρε εἴκοσι χιλιάδες καὶ ἄλλα τόσα κακὰ ἔκαναν. Ἐγὼ ἄργησα διὰ νὰ πάω εἰς τὴν Αἴγιναν, καὶ ἔγραψε ἕνα γράμμα διὰ νὰ πάω. Εἶπε τοῦ Ἀναστάση Λόντου, τότε Ἀστυνόμου: νὰ τὸ στείλεις χωρὶς νὰ τὸ δώσεις εἰς ἄλλου χέρια. Καὶ ἐγὼ ἤμουν κινημένος ἀπὸ τὴν Καρύταιναν, καὶ ἦλθα εἰς Ἄργος ποὺ ἦτον ὁ Γενναῖος καὶ τὰ ἄλλα στρατεύματα, καὶ ἐπῆγε εἰς τὸν Γενναῖον ὁ ἀποσταλμένος: - «Δόμου το», καὶ δὲν τοῦ ἔδωκε, καὶ ἔτζι ἦλθε εἰς τὸ κονάκι μου καὶ μοῦ τὸ ἔδωκε. Λαβαίνοντας τὸ γράμμα ἐκίνησα μὲ διακοσίους καὶ ἐπῆγα εἰς τὰ Ἐπίδαυρα, καὶ ἄλλους καπεταναίους, Τσόκρη καὶ ἄλλους πολλούς. Καὶ ἄφησα τοὺς στρατιώτας εἰς τὰ Ἐπίδαυρα, καὶ ἐγὼ ἐπῆγα εἰς τὴν Αἴγινα. Πηγαινάμενος καὶ ἐπαρρησιάσθηκα καὶ μ᾿ ἐδέχθηκε, γιατὶ εἴμασθε γνωρισμένοι ἀπὸ τὰ 1807, ὅταν ἀνεχώρησε διὰ τὴν Ρωσίαν (5) καὶ δεύτερα τὸν εἶχα ἀνταμώσει εἰς Κορφούς, ὅταν ἦλθε καὶ ἐπισκέφθηκε τὸν πατέρα του. Ὅταν ἐκατέβηκε εἰς τὴν Πίζα, καὶ ἔκαμε στάσιν ἐκεῖ, οἱ μερικοὶ φίλοι μας, τοὺς τόσους χρόνους τῆς ἐπαναστάσεως, εἶχαν γράμματα ἐναντίον μου, καὶ ἡ φήμη ἀπὸ τὲς ψευτιὲς τοῦ κόσμου, (ὡς καὶ τώρα ὁποὺ ἦλθε ὁ Βασιλέας μας) ὅτι ἔκαμα καλὸ εἰς τὴν πατρίδα, ἀλλὰ καὶ περισσότερο κακό. Ἔτζι τοῦ εἶχαν γεμίσει τὴν ἀκοήν του μὲ φήμη ψεύτικη, ὅτι ἔγδυσα τὸν κόσμο, ὅτι ἐτυραννοῦσα, καὶ ἄλλες κακουργίες τοιαῦτες, καὶ δὲν μὲ ἐτήραε μὲ καλὸ μάτι. Καὶ ἐγὼ τὸ ἐκατάλαβα, ὅμως εἶπα, τώρα ποὺ ἦλθε, ὡς τοιοῦτος ἄνθρωπος ποὺ εἶναι προκομμένος, θέλει καταλάβει εἰς ἕνα δύο μῆνες, ἂν καλὸ ἢ κακὸ ἔκαμα εἰς τὴν πατρίδα. Ἀπὸ ἐκεῖ μ᾿ ἐπῆρε, διορθώνοντας τὰ πράγματά του καλά, τῆς Κυβερνήσεώς του, καὶ τότε μ᾿ ἐπῆρε καὶ ἐπήγαμε εἰς τὸν Πόρο μὲ τὴν φρεγάδα τὴν Ἐγγλέζικη, ὁποὺ ἦτον φερμένος μὲ δαύτην, καὶ ἐχασομερήσαμε εἰς τὸν Πόρο δύο - τρεῖς ἡμέρες, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἐμβῆκε πάλι εἰς τὴν φρεγάδα καὶ ἐτραβήξαμε καὶ ἐπήγαμε εἰς τ᾿ Ἀνάπλι. Ὄντας ἀριβάραμε εἰς τ᾿ Ἀνάπλι, μ᾿ ἐπρόσταξε νὰ ἔβγω ἔξω εἰς τ᾿ Ἀνάπλι καὶ ἐγὼ τοῦ ἀποκρίθηκα, ὅτι: «Στ᾿ Ἀνάπλι δὲν βγαίνω, γιατὶ εἶμαι μαλωμένος μὲ τὸν Γρίβα, καὶ ἀντὶς νὰ κάμω καλό, ἠμπορῶ νὰ κάμω κακὸ τῆς Κυβερνήσεώς σου μὲ τέτοιους τρελλοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἡ ἐξοχότης σου κάμε μὲ τὸν ἀκατάστατον Γρίβα. Ὑπάγω εἰς τὸ Ἄργος, καὶ ὅταν τελειώσει ἡ ὑπόθεσις τ᾿ Ἀναπλιοῦ, πρόσταξέ με ποῦ νὰ πάγω». Καὶ ὁ Κυβερνήτης ἐβγῆκεν ἔξω καὶ ὁμίλησε τοῦ Γρίβα, καὶ ἐκατέβη ἀπὸ τὸ Παλαμήδι, τοῦ ἐπαράδωσε τὸ Παλαμήδι καὶ τοῦ ἔταξε διὰ νὰ παραδώσει τὸ Παλαμήδι νὰ τοῦ συμπαθήσει ὅσα σφάλματα ἔκαμε. Καὶ ὁ Γρίβας ὑποσχέθη νὰ πάρει 4 χιλιάδες καὶ νὰ πάει εἰς τὸν Τσούρτς, καὶ ἄλλα πολλὰ ταξίματα εἰς τὸν Κυβερνήτην· καὶ ὁ Γρίβας ἐσκιάζονταν νὰ πάει εἰς τὸν Πόρον διὰ ξηρᾶς ἀπὸ τὰ κακὰ ὁποὺ εἶχε καμωμένα, ἐφοβούνταν καὶ τὸν ἴσκιο του. Τὰ στρατεύματα δὲν ἦτον ἀκόμη διαλυμένα, καὶ τὸν ἔτρωγε ἀκόμη ὑποψία. Ἐδιόρθωσε τὰ κάστρα ὁ Καποδίστριας, καὶ εἶπε τοῦ Γρίβα, ὅτι: «Πᾶμε μαζὶ εἰς τὸν Πόρο, ἂν φοβᾶσαι, μὲ ὅρκο». Καὶ ἔτζι διορθώνοντας τὰ κάστρα τὸν ἐπῆρε καὶ ἐκεῖνον διὰ ξηρᾶς, καὶ τότε ἔστειλε εἰς τὸ Ἄργος τὸν γέροντα Βλασόπουλο, διὰ νὰ μοῦ εἰπεῖ νὰ πάω εἰς τὸν Πόρο καὶ νὰ λύσω ὅσα στρατεύματα καὶ ἂν ἔχω, τὰ στρατεύματα ὁποὺ εὑρίσκοντο εἰς τὸ Ἄργος καὶ εἰς τὰ Ἐπίδαυρα, τὰ στρατεύματα τὰ Πελοποννησιακὰ ὅλα. Δὲν ἔλειψα νὰ διατάξω τὰ στρατεύματα νὰ λυθοῦν, διὰ νὰ πάει κάθε ἕνα εἰς τὸν τόπον του, καὶ ὅσους εἶχα λουφετζῆδες Ρουμελιῶτες, ἔστειλα, εἶπα τοῦ Γενναίου νὰ τραβηχθοῦν εἰς τὴν Καρύταινα καὶ νὰ τοὺς δίδω τροφάς, ἕως νὰ λάβω δεύτερη διαταγὴ ἀπὸ τὸν Κυβερνήτη. Καὶ ἔτζι ἐμπῆκα εἰς τὴν φρεγάδα καὶ ἐπῆγα εἰς τὸν Πόρο. Σὰν ἐπῆγε μὲ τὸν Γρίβα εἰς τὸν Πόρο, τὸν ἄφησε ἔξω τοῦ Πόρου, καὶ ἔστειλε καὶ ἦλθε ὁ Ὑψηλάντης καὶ τὰ στρατεύματα εἰς τὴν Ἐλευσίνα, ὁ δὲ Γρίβας ποὖτον ἐκεῖ καὶ ἄλλα στρατεύματα (ποὺ τοῦ ἔταζε νὰ δώσει 4.000), τοῦ εἶπε, νὰ συνάξει ὅσους στρατιώτας δύναται καὶ τὸν ἀδελφόν του τὸν Γαρδικιώτη, νὰ πάει εἰς τὴν Βόνιτζα. Καὶ ἐπῆγε ὁ ἴδιος Καποδίστριας, διὰ νὰ ἐμπαρκαρισθοῦν στὸ καστέλι τοῦ Πόρου, ποὺ εἶχε φτιασμένο ὁ Ἐϊδέκ. Καὶ ἀπὸ τὲς 4.000 ποὺ τοῦ ἔταζε, ἐπαρρησίασε νὰ ἐμπαρκάρει 270, καὶ ἐν παρρησίᾳ τοῦ Κυβερνήτου ἄρχισαν τὴν ἀκαταστασίαν, καὶ ἐγύρευαν τοὺς λουφέδες πρὶν μισεύουν. Καὶ ἐθύμωσε καὶ ἐστράφη εἰς τὸν Πόρον, καὶ ἐκεῖνοι ἐμπαρκαρίσθησαν καὶ ἐπῆγαν εἰς τὸν γκενερὰλ Τσούρτς. Καὶ ἐχασομέρησε 5 - 6 ἡμέρες διὰ νὰ διορθώσει καὶ ἄλλα πράγματα. Καὶ ἐπῆγε εἰς τὴν Ἐλευσίνα, ὁποὺ ἦτον ὁ Ὑψηλάντης μὲ τἄλλα στρατεύματα καὶ ἔκαμε στρατάρχη τὸν Ὑψηλάντη, καὶ ἐβγῆκε εἰς τὴν Ἀνατολικὴ Ἑλλάδα. Καὶ τότες ἐγύρισε πίσω εἰς τὴν Αἴγινα νὰ διοργανίσει τὸ ἔθνος, καὶ ἐδιοργάνισε 20 τάγματα ἀπὸ τὰ Ρουμελιώτικα στρατεύματα, καὶ ἀπὸ τὰ Μοραΐτικα κανένα. Τότενες, ὅταν ἐγύρισε, τοῦ εἶπα, ὅτι: «Ἐξοχώτατε, διατί δὲν κάνεις καὶ ἀπὸ τὴν Πελοπόννησον τάγματα; Τὰ ἄρματα τῆς Πελοποννήσου τί θενὰ γένουν; Τί θενὰ γίνουν οἱ κόποι τους;» - Τότε μὲ ἀπεκρίθηκε: «Θοδωράκη (διατί ἔτσι μὲ ἔλεγε πάντοτε) δὲν καταλαβαίνεις τὰ ἐξωτερικά, διατί τὸ κάνω αὐτό. Νὰ ἠξεύρεις οἱ τρεῖς δυνάμεις ἀποφασίζουν μόνον τὴν Πελοπόννησον καὶ μέρος νησιά, καὶ δὲν ἔχουν σκοπὸν νὰ μᾶς πλατύνουν τὰ σύνορα. Καὶ ἐγὼ τὸ κάνω μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον, ὅτι νὰ εὑρίσκονται τὰ στρατεύματα τὰ Ρουμελιώτικα εἰς τὰ ἄρματα εἰς (1) τὰ σύνορά τους, καὶ οἱ Πελοποννήσιοι, ἂν κάμουν ἄρματα Πελοποννησιακά, οἱ σύμμαχοι θὰ εἰποῦν, τί θέλει ὁ Κυβερνήτης τὰ ἄρματα εἰς τὴν Πελοπόννησον, ποὺ ἡ Πελοπόννησος εἶναι ἐλεύθερη. Τηράει νὰ δυναμώνει τὰ στρατεύματά του καὶ δὲν τηράει ἐμᾶς ποὺ εἴμαστε διαφεντευτάδες τῶν Ἑλλήνων, καὶ κάνω κακὸ καὶ ὄχι καλό. Ὅμως, εἰπέ, εἰς τὰ στρατεύματα καὶ καπεταναίους τῆς Πελοποννήσου, νὰ ἰδοῦμε τί ὁ καιρὸς μὲ (2) διδάσκει καὶ νἆναι ἥσυχοι». Καὶ τότενες μ᾿ ἔκαμε ἕνα γράμμα διὰ τοὺς προσκυνημένους Πάτρα καὶ λοιπὰ καὶ τοὺς συγχωράει ἡ Κυβέρνησις, καὶ νὰ ἀναχωρήσουν ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Καὶ τὴν ἔκαμε τὴν διαταγὴ ἐπάνω εἰς ἐμένα καὶ ἐγὼ νὰ γράψω νὰ ἡσυχάσουν καὶ νὰ μὴν ἀνακατώνονται πλέον μὲ τοὺς Τούρκους. Τὴν διαταγὴ μὲ τὴν ἔδωκε στὰ ἔβγα τοῦ Γεναρίου καὶ ἔκαμα διαταγὰς εἰς ὅλας τὰς ἐπαρχίας, καὶ ἔτσι οἱ προσκυνημένοι ἐτραβήχθηκαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ὁ δὲ Νενέκος εἰς τὰς 26 τοῦ Μαρτίου ἐπῆρε τοὺς Τούρκους καὶ ἐπῆγε κι ἐχάλασε μία οἰκογένεια Καρυτινὴ ὁποὺ ἦτον ἀπὸ παλαιὰ εἰς τὴν Πάτρα (1), ἐσκλάβωσε τὰ παιδιά, οἱ ἄνδρες ἐγλύτωσαν μόνον μὲ τὸ κορμί, μὲ τὸ τουφέκι στὸ χέρι, τοὺς πῆρε 6.000 σφαχτά. Εἰς τὰ 26, ὅταν ἐπρωτοπροσκύνησε, εἶχα διατάξει ἕναν λεγόμενον Σαγιᾶ νὰ τὸν σκοτώσει. Ὁ Σαγιᾶς μοῦ ἐζήτησε τὴν ἄδειαν καὶ ἐγὼ εἶχα τὴν ὄρεξιν, καὶ πάλιν ὅταν ἄκουσα καὶ ἐσκλάβωσε τοὺς Ἕλληνας τὸν ἐντεμπίχιασα μὲ ἕνα γράμμα: «Ἄπιστε, διατί δὲν τὸν σκοτώνεις, ποὺ ἀκόμη μὲ τοὺς Τούρκους εἶναι, ἀφοῦ ἦλθε ὁ Κυβερνήτης;» Τότε ὁ Σαγιᾶς ἔσμιξε τὸν Νενέκο καὶ ἐσκοτώθη (2) ὁ Νενέκος. Εἰς τὰ 1828 ἔγιναν παράπονα. Ὁ Νενέκος εἶχε φερμάνι ἀπὸ τὴν Πόλη καὶ τὸν ἔλεγαν Μπέη Νενέκο.
«Διατί τοὺς Ρουμελιῶτες τοὺς ἔκαμα τάγματα καὶ τοὺς ἔβαλα στὰ σύνορα; Διὰ νὰ λέγουν ὅτι αὐτοὶ εἶναι εἰς τοὺς τάφους τῶν γονέων τους καὶ εἰς τὸν τόπον τῆς γεννήσεώς των, καὶ δὲν ἠμπορῶ νὰ τοὺς ἐμποδίσω διὰ τὲς φαμελιές τους, βιὸς ποὺ ἔχασαν (3), καὶ διὰ τοῦτο δὲν βάνω Πελοποννησίους· πλὴν καὶ τοῦτοι, θὰ εὕρουν τὸν καιρόν τους καὶ θὰ εὕρουν τὰ δίκαιά τους». Ἦτον τέχνη του διὰ νὰ μακρύνει τὰ σύνορα καὶ νὰ ἔχει καὶ τὰ συνόρατα δυναμωμένα ἀπὸ τὲς καταδρομὲς τῶν Τούρκων. Τοῦτοι ὁρκώθηκαν εἰς τὰς συνελεύσεις νὰ πεθάνουν ὅλοι μαζὶ ὅσοι σηκώθηκαν στὰ ἄρματα καὶ ἂν κινδυνεύσουν οἱ Ρουμελιῶτες νὰ πᾶνε οἱ Πελοποννήσιοι πρὸς βοήθειάν τους.
Τὸν Μάϊον μήνα ἔφθασαν καὶ τὰ στρατεύματα τὰ Γαλλικά, ἀρχηγὸς ὁ Μαιζόν μὲ 14.000 καὶ μὲ ὅλην τὴν ὕλην τὴν πολεμικήν, θαλάσσιον καὶ ξηρᾶς. Τότες ὁ μακαρίτης ὁ Κυβερνήτης ἦλθε διὰ θαλάσσης στὸ Πεταλίδι, καὶ ἀκούοντας κι ἐγὼ ποὺ ἤμουν εἰς τὴν Καρύταινα, ἐπῆρα καμμιὰ ἑκατοστὴ ἀνθρώπους καὶ ἐπῆγα εἰς τὴν Μεσσηνία καὶ ἦτον καὶ ὁ Νικηταρᾶς. Ἐσυνομίλησε καὶ ὁ Κυβερνήτης μὲ τὸν γκενερὰλ Μαιζόν καὶ ὁ γκενερὰλ Μαιζόν ἔστειλε γράμματα εἰς τὸν Ἰβραΐμη, πὼς εἶναι προσταγμένος ἀπὸ τὰς τρεῖς Δυνάμεις νὰ ἔλθει μὲ τὰ στρατεύματά του εἰς τὴν Πελοπόννησον, καὶ ἀκόμη προσταγμένος νὰ σοῦ γράψω νὰ συνάξεις τὰ λείψανα τῶν καραβιῶν σου καὶ τὰ στρατεύματα, νὰ τραβηχθεῖς ἀπὸ τὴν Πελοπόννησον, κι ἂν παρακούσεις καὶ δὲν τραβηχθεῖς, εἶμαι προσταγμένος νὰ σὲ πολεμήσω στεριᾶς (4) καὶ θαλάσσης. Καὶ τὸ στράτευμα ὅλο τὸ εἶχε βγαλμένο εἰς τὸ Πεταλίδι ἔξω εἰς τὴν ξηράν, καὶ ἀρχίνησε καὶ ἔφτιανε ἐργαλεῖα, κοφίνια καὶ ἄλλα διὰ μπαταρίες. Καὶ ἐζήτησε τοῦ Κυβερνήτου νὰ τοῦ ἀφήκει ἕνα στρατηγὸν μὲ ὀλίγους διὰ ὁδηγόν, νὰ εἶναι ὁδηγὸς τοῦ στρατεύματος διὰ τὸν τόπον, καὶ τοῦ ἄφηκε τὸν Νικηταρᾶ. Καὶ ἐπῆρε τὰ στρατεύματα καὶ ἐπῆγε μέρος κατὰ τὴν Κορώνη καὶ μέρος κατὰ τὸ Νεόκαστρον, καὶ ἐγὼ ἀνεχώρησα διὰ τὴν Καρύταινα.
Ἐκεῖνον τὸν καιρὸν ὅσοι ἦτον εἰς τὴν Κορώνην Τοῦρκοι, δύο - τρεῖς χιλιάδες, ἀπεσκίρτησαν ἀπὸ τὸν Ἰμπραΐμη, βλέποντας τὴν δύναμιν τῶν Φραντζέζων καὶ τὴν ἀδυναμίαν τοῦ Ἰμπραΐμη, καὶ ἐτραβήχθηκαν μὲ σκοπὸ νὰ ὁμιλήσουν μὲ ἐμένα καὶ νὰ τοὺς σιγουράρω τὴν διάβασιν ἀπὸ τὸ Δερβένι νὰ περάσουν τὴ Ρούμελην, καὶ ἐτράβηξαν καὶ ἦλθαν ἴσια μὲ τὴν Ἀρκαδιὰ - τὸ σύνορο. Καὶ μαθαίνοντας ὁ Ἰμπραΐμης ὅτι ἐβγῆκαν, ἔστειλε καὶ τοὺς ἐπολέμησε καὶ ἐσκοτώθηκαν καμμιὰ ἑκατοστὴ τακτικοί. Καὶ μοῦ ἔστειλαν νὰ μιλήσομε νὰ κάμομε τρατάτο διὰ νὰ περάσουν. Καὶ ἐγὼ ἐδέχτηκα τὸ τρατάτο καὶ ἔστειλα τὸν Γενναῖο καὶ τὸν Κολιόπουλο εἰς τὸ Δερβένι τοῦ Λεονταριοῦ, καὶ ἀνταμώθηκαν καὶ ὁμίλησαν: Ὅσους σκλάβους ἔχουν νὰ τοὺς ἐλευθερώσουν. Καὶ ἐστρέχθηκαν καὶ ἐβγῆκαν εἰς τῆς Καρύταινας τὸν κάμπο μαζὶ μὲ τὰ στρατεύματα τὰ ἐδικά μας· εἰς τὴν Καρύταινα 2.000 καβαλλαρία καὶ 1.000 πεζοί. Εἰς τὴν Καρύταινα ἦλθαν οἱ μπέηδες καὶ μὲ ἀντάμωσαν· ἀπὸ ἐκεῖ ἐτράβηξαν διὰ τὴν Τριπολιτσὰ καὶ ἐτέντωσαν ἀπ᾿ ἔξω ἀπὸ τὴν Τριπολιτσά. Καὶ αὐτοὶ ἐσκόπευαν νὰ πιάσουν τὸν Γενναῖον καὶ τὸν Κολιόπουλον διὰ ἐνέχυρον, καὶ ἐγὼ τοὺς εἶχα τεμπίχι νὰ μὴ πηγαίνουν στὸ ὀρδί. Καὶ ὁ Γενναῖος μίαν ἡμέραν ἐπῆγε μόνος του στὸ ὀρδὶ - (κάλλιο νὰ τὸν σκοτώσω ἐγώ, παρὰ νὰ τὸν πᾶνε σκλάβο), καὶ ἐσηκώθηκα καὶ ἐγὼ καὶ ἐπῆγα εἰς τὴν Τριπολιτσά, καὶ ἐπολέμαε... Καὶ ἐπῆγε ἕνας Ἕλληνας τζασίτης καὶ τοὺς εἶπε: «Αὐτοῦ ποὺ πᾶτε διὰ τὰ Δερβένια σᾶς ἔχουν χωσιὲς νὰ σᾶς σκοτώσουν». Καὶ τότε ἐγύρισαν οἱ Τοῦρκοι στὸν κάμπο νὰ πᾶνε εἰς τὸ Ἄργος, καὶ ἐγὼ μὲ τὸ στράτευμα ἐπῆγα εἰς τὸν Ἀχλαδόκαμπο. Τοὺς πήγαινα πάντοτε πίσω στὸ πλευρό. Καὶ κατέβηκαν (1) εἰς τοὺς Μύλους τοὺς Ἀφεντικούς, καὶ ἔρριξαν τὸ ὀρδί τους. Ὁ γκενεράλες ὁ Φραντζέζος μὲ τὸν Κυβερνήτη ποὺ ἦτον εἰς τὴν Μεσσηνία, τοῦ εἶπε, ὅτι: «Νὰ μὴ σκοτώσουν οἱ Πελοποννήσιοι τοὺς Τούρκους, μόνε νὰ στείλεις τὸν ἀδελφόν σου». Τότε ἔστειλε ὁ Κυβερνήτης τὸν ἀδελφόν του στοὺς Μύλους καὶ ἔκαμε γράμμα νὰ περάσουν οἱ Τοῦρκοι, ἀπείραγοι. Ἐρχόμενος ὁ Αὐγουστίνος, μὲ ἀντάμωσε καὶ μοῦ ἔδωσε τὴν διαταγὴν τοῦ Κυβερνήτου, ὁποὺ ἔγραφε νὰ πᾶνε σάϊκοι, καὶ στέλνω καὶ τὸν Αὐγουστίνο νὰ τοὺς συνοδεύσετε. Τότενες λέγω τοῦ Αὐγουστίνου: «Ἔχομε τρατάτο νὰ ἔβγουν, πλὴν νὰ ἐλευθερώσουν τοὺς σκλάβους». - «Αὐτὸ ποὺ ἔχετε μιλημένο, κάμετέ το». Τότε ἔκραξα τοὺς μπέηδες, τὰ κουμάντα τῶν Ἀρβανίτων, νὰ τοὺς ὁμιλήσω διὰ τὴν ὑπόθεσιν αὐτὴν τῶν σκλάβων, καὶ μοῦ ἀποκρίθηκαν, ὅτι: «Στεῖλε ἀνθρώπους μέσα καὶ ὅσα παιδιὰ εὕρουν ἂς τὰ πάρουν». Ἔστειλα δύο καπεταναίους καὶ ἔβγαλαν καμμιὰ 80 παιδιὰ ποὺ εἶχαν τουρκεμένα καὶ 20 γυναῖκες - 100· καὶ εἶχαν δύο - τρεῖς γυναῖκες ἐνδυμένες ἀντρίκια καὶ τὲς ἐπῆρα στανικῶς καὶ τοὺς ἐλευθερώσαμε ὅλους, καὶ τοὺς ἔδωκα ὁδηγοὺς κοντὰ καὶ ἀπὸ πίσω μὲ τὸν Αὐγουστίνο καὶ ἐπηγαίναμε νὰ περάσουν τὴν Κόρινθο (2), καὶ ἐτράβηξαν τὴν ἡμέρα, καὶ ἔρριξαν τὸ ὀρδί τους στὸν Ἅγιο Βασίλη, καὶ ὁ Αὐγουστίνος μοῦ λέγει: «Νὰ πᾶμε καὶ ἐμεῖς στὸ ἴδιον τόπο». Ἐγὼ τοῦ εἶπα: «Δὲν εἶναι δική σου δουλειά, ἠμπορεῖ νὰ μᾶς κάμουνε ἀπιστιά, πιάνοντες ἐμᾶς ἠμποροῦν νὰ πᾶνε ὅπου θέλουν, καὶ τὸ δικό μας στράτευμα 400 ἄνθρωποι». Καὶ ἐπῆγα εἰς τὸν Ἅγιον Γεώργιον μίαν ὥρα ἀλάργα, καὶ τὴν ἄλλην ἡμέραν ἐτράβηξαν οἱ Τοῦρκοι καὶ ἐπῆγαν ἀπὸ κάτω στὴν χώρα, διατὶ στὸ κάστρο ἦταν φρουρὰ Ἑλληνικὴ καὶ τὴν χώραν τὴν κρατοῦσαν Ἕλληνες. Καὶ ἔτζι ἐπήγαμεν ἐμεῖς μὲ τὸν Αὐγουστίνον καὶ εἴχαμε κονάκι ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὸ κάστρο, διατὶ πάντοτε ἐφοβούμαστε. Καὶ ἐστείλαμε τοῦ Ὑψηλάντη, ποὺ ἦτον στὴ Λευσίνα, νὰ ἔλθει εἰς τὸ Λουτράκι μὲ τοὺς ταγματάρχας διὰ νὰ ὁμιλήσωμεν, κατὰ τὴν προσταγὴν τοῦ Κυβερνήτου νὰ ἐλθοῦν νὰ περάσουν εἰς τὸ Δερβένι. Καὶ ἐρχάμενοι ἐπήγαμε καὶ τοὺς ἀνταμώσαμε εἰς τὸ Λουτράκι μὲ τὸν Αὐγουστίνο. Τότενες οἱ Φραντσέζοι ἔστειλαν ἕνα κορβέτο, διὰ νὰ ἰδεῖ ἐὰν τοὺς Ἀρβανίτες τοὺς ἀφήνομε νὰ περάσουν (ἀπὸ τὴν Πάτρα τὸ ἐβάρεσαν), καὶ ἦλθε νὰ παρατηρεῖ τὰ κινήματα τὰ ἐδικά μας. Καὶ ὁ Ὑψηλάντης ἐγύρευε νὰ ἀφήκουν τὰ ἄρματά τους καὶ τὰ ἄλογά τους καὶ τότε νὰ περάσουν· ὅτι καὶ ἐμεῖς δυνάμεθα νὰ τοὺς βαρέσομε στὴν Πελοπόννησο, ἂν ἠθέλαμε νὰ τοὺς σκοτώσομε, τοὺς σκοτώναμεν εἰς τὴν Πελοπόννησον, ἀλλὰ διαταγὴ τῆς Κυβερνήσεως εἶναι νὰ περάσουν, ἐγὼ τοὺς εἶχα ἐνέχυρα διὰ τὴν διάβασίν τους. Οἱ Τοῦρκοι, βλέποντας τὴν ἀκαταστασίαν ἐκίνησαν μὲ τὰ ἐνέχυρα μίαν αὐγὴν διὰ τὰ Μαῦρα Λιθάρια, περνοῦν ἀπὸ Βοστίτζα εἰς Πάτρα, καὶ ἡμεῖς ἐκινήσαμε στρατεύματα διὰ νὰ τοὺς κτυπήσωμεν, ἐπειδὴ ἐπαράβηκαν, παίρνοντες τὰ ἐνέχυρα. Ἂν ἐπιάναμε τὰ Μαῦρα Λιθάρια δὲν ἐπέρναε κανείς.
Ὁ καπετὰν Χρίστος Ἀλεξανδρόπουλος ἀπὸ Στεμνίτσα μὲ λέγει τὰ ἀκόλουθα: Οἱ Τοῦρκοι στρατοπεδεύονται ἀπ᾿ ἔξω ἀπὸ τὴν Πάτρα. Ἔστειλε ὁ Ντελῆ Ἀχμέτης ἕναν ἄνθρωπό του νὰ πᾶνε οἱ Ἀρχηγοὶ νὰ κουβεντιάσουν. Ἐσηκώθηκαν οἱ δύο μπέηδες οἱ χαλδούπηδες ποὺ ὅριζαν τὴν καβαλλαρίαν καὶ ἐπῆγαν μέσα διὰ νὰ τοὺς κουβεντιάσει· τοὺς ρώτησε «διατί φεύγετε ἀπὸ τὸν Ἰμπραΐμη;» - «Δὲν μᾶς ἔδωκε τοὺς μισθούς μας». - «Ἐγὼ σᾶς δίδω τοὺς μισθούς σας νὰ καθήσετε μεταμένα». Ἦλθε καὶ ὁ μπέης ὁ Ἀρβανίτης καὶ ὁμίλησε μὲ τὸν πασὰ διὰ νὰ μείνει, αὐτὸς δὲν τὸ ἔστερξε διὰ νὰ μείνει, ἔτσι τὸν ἐκτύπησε ὁ πασάς, τὸν ἐβάρεσε μὲ τὸ σπαθί· τότε τοῦ φωνάζει: «μὴ βαρεῖς», καὶ ἔβγαλε τὴν κουμπούρα καὶ τὸν ἐφόνευσε. Τότε καὶ οἱ ἄλλοι νεοφερμένοι ἐπῆραν τὸ κάστρο. Ὁ Μπέης ποὺ ἐσκοτώθηκε ὀνομάζετο Μουσάμπεης Γαρδικιώτης. Οἱ Ἀρβανίτες καὶ οἱ χαλδούπηδες ἔπειτα ἀπὸ ἕξ ἡμέρες ἔφυγαν ἀπὸ τὴν Πάτρα· πᾶνε εἰς τὰ Ἰωάννινα· τὰ ἐνέχυρα ἔφυγαν ἀπὸ τὴν Ἀρβανιτιά. Τότες ἐγὼ καὶ ὁ Αὐγουστίνος ἐπήγαμεν ἕως τὰ Τρίκαλα καὶ ἐγυρίσαμε πίσω εἰς τ᾿ Ἀνάπλι. Τότε ἐπαρακίνησα καὶ τὸν Κυβερνήτη καὶ ἐσήκωσε τὴν Κυβέρνηση καὶ ἦρθε εἰς τ᾿ Ἀνάπλι.
Ἀλησμόνησα νὰ εἰπῶ, ὅτι τὸν Ἀπρίλιον, εἰς τὰ 1827, ὅταν ἤκουσε [ὁ] Ἰμπραΐμης ὅτι ἔρχονται στρατεύματα φραντζέζικα, ἐπῆγε εἰς τὴν Τριπολιτζὰ μὲ ὅλα του τὰ στρατεύματα, ἐγκρέμισε τὰ τείχη τῆς Τριπολιτζᾶς ἐκ θεμελίων, καὶ ὅλα τὰ σπίτια τῆς Τριπολιτζᾶς, καὶ ἔσπειρε ἁλάτι. Ἀφοῦ ἐπέστρεψεν ἀπὸ τὴν Τριπολιτζά, ἔπιασε 25 ἐδικούς μας Ἁλωνιστιώτας, ὅλους συγγενεῖς μας. Ὅταν ἐπήγαινε εἰς τὸν κάμπον τοῦ Λεονταριοῦ ὁ Σεχνετζίπης, εἶπε τοῦ Ἰμπραΐμη καὶ τοὺς ἔστειλε μὲ ἕνα γράμμα εἰς τὴν Καρύταινα τοῦ Γενναίου. Ὁ Γενναῖος ὀρδίνιασε μιὰ ἑκατοστὴ σκλάβους ὁποὺ εἶχε καὶ τοὺς ἔστειλε εἰς τὴν Μοθώνην.
Ὁ Ἰμπραΐμης μοῦ ἐπαράγγειλε, μιὰ φορά, διατί δὲν στέκω νὰ πολεμήσωμεν. Ἐγὼ τοῦ ἀποκρίθηκα ὅτι, ἂς πάρει πεντακόσιους - χίλιους, καὶ παίρνω καὶ ἐγὼ ἄλλους τόσους, καὶ τότε πολεμοῦμε, ἢ ἂν θέλει, ἂς ἔλθει καὶ νὰ μονομαχήσωμεν οἱ δύο. Αὐτὸς δὲν μὲ ἀποκρίθηκε εἰς κανένα. Καὶ ἂν ἤθελε τὸ δεχθεῖ, τὸ ἔκαμνα μὲ ὅλην τὴν καρδιά, διότι ἔλεγα: ἂν ἐχανόμουν, ἂς ἐπήγαινα· ἂν τὸν χαλοῦσα, ἐγλύτωνα τὸ ἔθνος μας.
Συνέχεια

Π ε ρ ι ε χ ό μ ε ν α

Απογραφές
Η επαρχία του Λιονταριού (1461)
Η Καρύταινα (Λιοντάρι) (1512-1520)
Ο Δήμος (kaza) της Καρύταινας (1566-1574)
Χωριά Γορτυνίας (1700-1830)
Χωριά και αριθμός οικογενειών Γορτυνίας (απόγραφή Pouqueville)
Απογραφή Γορτυνίας (1834)
Απογραφή Αρκαδίας (1834)
Απογραφή Γορτυνίας (1852)

Ονόματα
Σκορτινοί (13-14ος αιώνες)
Κροκόντηλοι-Αγ.Γεώργιος των Σκορτών (13-15ος αιώνας)
Δημητσανίτες (1461-1574)
Μέλη δημοτικού συμβουλίου Τριπολιτσάς (1700)
Ονόματα στρατιωτικών των Κολοκοτρωναίων (1821)
Γορτύνιοι Πολιτικοί κατά την Επανάσταση (1821)
Γορτύνιοι Αξιωματικοί κατά την Επανάσταση (1821)
Γορτύνιοι Φιλικοί (1821)
Ονόματα Λαγκαδινών (1822-3)
Ονόματα κατοίκων επαρχίας Τριπολιτσάς - Α (1823)
Ονόματα κατοίκων επαρχίας Τριπολιτσάς - Β (1823)
Προαγωγές Γορτυνίων στρατιωτικών (1824)
Δημοτικοί εισπράκτορες Γορτυνίας (1836)
Δήμαρχοι και Πάρεδροι Γορτυνίας (1841)
Φύλλα ποιότητας Δημάρχων και παραγόντων της Γορτυνίας (1849-1850)
Εκλογικά έγγραφα Γορτυνίας [1843 - 1862]
Εκλογικός κατάλογος Γορτυνίας (1865)
Επώνυμα Γορτυνίων 1865 (δήμοι Γόρτυνος, Ελευσίνος, Κλείτωρος και Μυλάοντος)
Επώνυμα Γορτυνίων 1872 (δήμοι Λαγκαδίων και Νυμφασίας)
Επώνυμα Γορτυνίων 1872 (δήμοι Τρικολόνων και Τροπαίων)
Επώνυμα Γορτυνίων 1872 (δήμοι Ηραίας και Θέλπουσας)
Επώνυμα κατοίκων δήμων Φαλάνθου (1879) και Θεισόας (1843)
Μικρά ονόματα Γορτυνίων (19ος αιώνας)

Τοπωνύμια
Mετονομασίες οικισμών Αρκαδίας (1920)
Μεσσαρέα
Τοπωνύμια Βυτίνας
Τοπωνύμια Βάχλιας
Τοπωνύμιο Τσιπιανά
Τοπωνύμιο Ψάρι
Τοπωνύμιο Αρτοζήνος
Τα τοπωνύμια ως πηγή της πρώιμης κοινωνικής ιστορίας των σλαβικών φύλων
Nτρομπολιτσά- Tριπολιτσά- Tρίπολη : μια ιχνηλάτηση
Γορτυνιακά τοπωνύμια σλαβικής ετυμολογίας
Στα χνάρια του περιηγητή Παυσανία στην Αρκαδία
Συνοικισμός Μεγάλης Πόλεως

Διάλεκτοι και Ιδιώματα
Το αρχαίο αρκαδικό γράμμα "Τσαν"
Η αρχαία αρκαδοκυπριακή διάλεκτος
Σύγκριση γορτυνιακού με άλλα ιδιώματα στο φωνολογικό επίπεδο
Συνοπτική παρουσίαση γορτυνιακού ιδιώματος
Το φαινόμενο του τσιτακισμού στα πελοποννησιακά ιδιώματα
H συνθηματική γλώσσα των Λαγκαδινών μαστόρων
To ιδιωματικό στοιχείο στη γλώσσα των απομνημονευμάτων του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη

Ιστορικά θέματα (επιλεγμένα)
Πασάς Mαυραειδής Φαρμάκης
Ιστορική γεωγραφία Αρκαδίας (395-1209)
Δοξαπατρήν τον λέγουσιν, μέγας στρατιώτης ένι
Λυκάων της Αρκαδίας
Φωτάκος: Μάχη εν Τρικόρφοις - 23 Ιουν. 1825
Κανέλλος Δεληγιάννης: Πολιορκία Λάλα
Κανέλλος Δεληγιάννης: Η μάχη του Βαλτετσίου (12-13 Μαιΐου 1821)
Κανέλλος Δεληγιάννης: Η μάχη της Γράνας
Κανέλλος Δεληγιάννης: Έξοδοι Δράμαλη από την Κόρινθο
Κανέλλος Δεληγιάννης: Γορτυνιακός εμφύλιος (1823) και αρχές του γενικού εμφυλίου (1824)
Κανέλλος Δεληγιάννης: Μάχες στο Άργος, Δερβενάκια, Αγιοσώστη, Αγιονόρι
Κανέλλος Δεληγιάννης: Α' Πολιορκία Μεσολογγίου
Κανέλλος Δεληγιάννης: Εκστρατεία στη Δυτ. Ελλάδα, Μάχη του Πέτα
Καταστροφή Ζάτουνας - Απρίλιος 1779
Αναφορές για τα επεισόδια στη Γορτυνία (Ιουν. 1823)
Αναφορά επαρχίας Καρύταινας (Δ' Εθνοσυνέλευση, Άργος 1829)
Επιστολή κατά Κολοκοτρώνη (Εμφύλιος 1823)
Ο Μοραΐτης Πυρπολητής του 1821
Τα άρματα της Καρύταινας (1821)

Μελέτες
Βυζαντινή κρατική ιεραρχία και στρατιωτική οργάνωση
Κυρ Ιωάννης ο Τζερνοτάς
Τάμα στον Δία – Αχαιοί εναντίον Γαλατών (120 π.Χ.)
Στοιχεία για την οθωμανική Ελλάδα
Προδοσίες και θυσία στη Μολδοβλαχία το 1821
Η παράδοση της Πόλης το 1453
Σύντομη ιστορία της Πελοποννήσου (2ος αι. π.Χ – 7ος αι. μ.Χ.)
Το Πασαλίκι του Μοριά
Τα παράπονα των Ανθενωτικών (1450)
Μοραΐτες Οπλαρχηγοί του 1821
Η μάχη της Πελαγονίας (1259 μ.Χ.)
Φορεσιά και Άρματα το 1821
Η Εποχή του Χαλκού στο Αιγαίο
Αυτόχθονες εναντίον Ετεροχθόνων
Αλαμανικός φόρος και βυζαντινά μνημόνια